Η πιο εκνευριστική λέξη σ’ όλο το ελληνικό λεξιλόγιο είναι το «αλλά». Ποια η χρήση του; Αναιρεί ό,τι έχεις πει πριν από αυτήν. Κάθε άποψη, ιδεολογία ή σκέψη που ‘χεις εκφράσει δεν έχει πλέον καμία σημασία μπροστά στο τεράστιο «αλλά» που υψώνεται μπροστά της.
Θα το βρεις συχνά μπροστά σου σε συζητήσεις, σε κείμενα, σε λόγους. Πολλές φορές περνάει απαρατήρητο γιατί δε σ’ ενδιαφέρει το θέμα, γιατί πολύ απλά εκείνο το «αλλά» εσένα δε σ’ αγγίζει.
Όμως είναι και στιγμές που αυτή η λέξη σου στερεί πράγματα, σου καταστρέφει όνειρα. «Σε θέλω, αλλά.». Δεν έχει αλλά. Ή με θες ή δε με θες. Δεν υπάρχει σε θέλω περίπου 40%, αλλά το 60% δεν είναι ακόμα σίγουρο και θέλω χρόνο να σκεφτώ. Όταν θες κάποιον, τον θέλεις 100% δε χωράνε «αλλά» και «σχεδόν». Αν η πρόταση έχει μέσα «αλλά», δεν αξίζει.
Μια ακόμα άκρως εκνευριστική περίπτωση είναι το «εγώ δεν έχω πρόβλημα, αλλά». Ναι, υπάρχει πρόβλημα. Αυτό είναι παρόμοιο με το «εγώ δεν είμαι ρατσιστής/σεξιστής/ομοφοβικός, αλλά» και φυσικά ακολουθεί ένας γιγάντιος λόγος κατά της διαφορετικότητας, της ισότητας και γενικά κάθε ιδέας που αρνήθηκε πως υποστηρίζει.
Δεν υπάρχουν σχεδόν αγάπες, περίπου ιδεολογίες κι εν μέρει πιστοί. Δεν μπορείς να λες πως πιστεύεις σε κάτι, αλλά να θες να το αλλάξεις, δεν εμπιστεύεσαι ανθρώπους όταν τους ελέγχεις, ούτε αγαπάς όταν δε νοιάζεσαι.
Οι άνθρωποι στη ζωή τους κάνουν απόλυτα πράγματα ακόμα κι αν δεν το αποδέχονται. Κάθε λέξη έχει το δικό της νόημα. Όταν λες «σ’ αγαπάω», τότε σημαίνει πως νιώθεις όλα τα συναισθήματα που εμπεριέχονται μέσα σ’ αυτήν τη λέξη. Αν δε νιώθεις κάτι απ’ αυτά, τότε δεν αγαπάς. Όταν υποστηρίζεις πως δεν είσαι ρατσιστής, δεν μπορείς να βλέπεις ανθρώπους που έρχονται στη χώρα σου, για να μπορέσουν να ζήσουν και να λες πως ήρθαν να σου πάρουν τη δουλειά (που πολύ πιθανό να μην έχεις). Ούτε να βλέπεις άνθρωπο με άλλο χρώμα δέρματος και ν’ αλλάζεις θέση στο λεωφορείο. Αν δεν είσαι ρατσιστής, δεν είσαι ποτέ, όχι μόνο όταν σε βολεύει.
Κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλο μας. Πετάμε ένα «αλλά» και νομίζουμε πως μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε, χωρίς να ενοχληθεί ο άλλος. Απ’ το θέμα των σχέσεων, μέχρι και τα θέματα καθημερινότητας, πίστης κι ιδεολογίας χρησιμοποιούμε αυτό το τρικ, ώστε να περάσουμε την άποψή μας ως σωστή.
Πολλές φορές φοβόμαστε να πούμε τι πραγματικά πιστεύουμε, για να μη μας κρίνουν. Λέμε έμμεσα την άποψή μας, προσπαθώντας να περάσουμε απαρατήρητοι. Δε θέλουμε να καταλάβει ο άλλος πως αυτό που λέμε είναι διαφορετικό απ’ αυτά που πιστεύει. Τρέμουμε να μιλήσουμε, μήπως κι ονομαστούμε διαφορετικοί. Ναι, να θεωρείς κάποιους ανθρώπους κατώτερούς σου δεν είναι σωστό, ούτε και να πληγώνεις. Όμως εν έτη 2016, θα ‘πρεπε να σεβόμαστε κάθε άποψη είτε αυτή είναι λογική είτε άλογη.
Γενικά στη ζωή δεν υπάρχουν περίπου. Τα σχεδόν είναι γι’ αυτούς που δεν ξέρουν τι θέλουν. Όμως τα σχεδόν πληγώνουν.
Γιατί το «σ’ αγαπάω, αλλά», πονάει περισσότερο, το «δεν είμαι ρατσιστής, αλλά» δεν ακούγεται πιο ευγενικό και το «σε θέλω, αλλά» αφήνει ελπίδες.
Επιμέλεια Κειμένου Ζωής Τεκέλογλου: Ιωάννα Κακούρη