Βρεθήκαμε στριμωγμένοι ανάμεσα σε περίπου τρεις χιλιάδες άτομα, με μόνο φωτισμό αυτόν της σκηνής του live και μόνη μας έγνοια ποιο θα είναι το επόμενο τραγούδι που θα παίξουν.
Άναψες τσιγάρο και φάνηκε το πρόσωπό σου για όσο μόνο χρειαζόταν ώστε να δω αυτό που μέσα μου ήδη ήξερα. Τα μάτια σου ήταν βουρκωμένα και τα γένια σου βρεγμένα. Δεν άφησες ούτε μια στάλα καπνό να βγει από τα χείλη σου. Πήρες μια ανάσα, φώναξες δυνατά, τραγούδησες τον στίχο πάνω από τις φωνές όλων μας.
Γύρισες το κεφάλι από την άλλη, ρούφηξες το τσιγάρο μέσα σου και βιάστηκες να χαμογελάσεις για να μη σε αντιληφθώ. Με έσφιξες απότομα αγκαλιά και τραγουδήσαμε μαζί με όση φωνή μας είχε απομείνει.
Αυτή τη στιγμή σου, αυτή που προσπάθησες να κρύψεις μέσα στο καπνό του τσιγάρου, αυτήν εγώ την ξεχωρίζω, την βάζω πάνω από όλες. Αυτές οι εκτεθειμένες, οι απρογραμμάτιστες, οι βουρκωμένες σου στιγμές με κάνουν να γεμίζω αγάπη. Κι ακόμα περισσότερο κι από τα νωπά σου μάτια, με ακουμπά εκείνη η αυθόρμητη σου ανάγκη να διώξεις την κάθε ευαισθησία σου μακριά από το δικό μου βλέμμα.
Αν ήξερες πόσα παραμύθια άκουσα και πίστεψα μέχρι να βρω εσένα, θα καταλάβαινες πόσο αγαπώ τις αλήθειες σου. Άλλωστε εγώ ερωτεύτηκα έναν «αυθεντικό», το πιο σπάνιο είδος αρσενικού.
Άδικα κρύβεις το πρόσωπο σου μέσα σε ντουμάνια καπνού και γλυκές γκριμάτσες. Σε έχω δει, σε έχω μάθει, σε έχω αγαπήσει ήδη γι αυτό που αποφεύγεις να είσαι.
Ποτέ δεν άντεξα για πολύ τους ανθρώπους που προσπαθούσαν «να φανούν» στα μάτια μου. Ανθρώπους που πάλεψαν να υποκριθούν πως είναι ευαίσθητοι ή αυτούς που θυμώναν ανεξέλεγκτα «γιατί έτσι». Να ξέρες μόνο πώς γελούσα με τέτοιες παραστάσεις γραφικές και κακοπαιγμένες.
Μέχρι που ήρθες εσύ να μου ξεριζώσεις όλα τα στερεότυπα.
Γιατί εσύ μωρό μου δεν υποδύεσαι για να με ξεμυαλίσεις. Εσύ απλά δρας και αντιδράς μπροστά στα μάτια μου προσπαθώντας να κρύψεις όσα θεωρείς κακοτεχνίες του σκαριού σου.
Προσπαθείς να πνίξεις τις φωνές σου όταν ζηλεύεις άστοχα, καταπιέζεις την ανάγκη σου να καρφώσεις τις ταχύτητες στην άσφαλτο από νεύρα, κρύβεις το παράπονο που σε πνίγει τα πρωινά στη δουλειά δίνοντας μου στο τέλος της ημέρας σου μόνο αστείες περιγραφές των γεγονότων. Και όλα αυτά που κρύβεις από μένα για να μην τα δω, όλα αυτά γίνονται λόγοι τελικά για να σε ερωτεύομαι.
Δεν προσποιείσαι τη συγκίνηση για να με γοητεύεις, μα την πνίγεις για να μη τη δω. Δε φουσκώνεις το θυμό σου για να ανδρέψεις, μα αντιθέτως προσπαθείς να ελέγξεις τα νεύρα σου για να μην απομακρυνθώ.
Αποφεύγεις τα τραγούδια που «σε σπάνε», κλείνεις κατηγορηματικά συζητήσεις που σε ταράζουν και μου κρύβεις το άστατο ανδρικό παρελθόν σου. Δε θες να δω όλα εκείνα που οι άλλοι μου πέταγαν στα μούτρα πασχίζοντας να κερδίσουν το μυαλό μου, το θαυμασμό ή έστω το ενδιαφέρον μου.
Δυσκολεύεσαι να μου κάνεις δώρα μα εξαντλείς την ευρηματικότητά σου για να με κάνεις να γελάσω. Καταπιέζεις τον ανώριμο έφηβο που ακόμα ζει μέσα σου μα τα βράδια με σκεπάζεις στοργικά κάθε που αλλάζω πλευρό. Είσαι αδιάκριτος και δαγκώνεσαι για να μη το πάρω χαμπάρι και κάτι βραδιές στοιχηματίζω πως με διαβάζεις στα κρυφά, ψάχνοντας στα κείμενά μου να βρεις πού σε έχω κρύψει πάλι.
Κάπως έτσι να ξέρεις το κατάφερες.
Κάπως έτσι με έφερες εδώ, να αγαπώ ένα ευαίσθητο, ευέξαπτο, χυδαίο, ρομαντικό, αντιδραστικό, άκρως ερωτικό, ώριμο αγόρι τριάντα τεσσάρων ετών.