Έχει σφηνώσει στο κεφάλι μου μία ανησυχία, βδομάδες τώρα, που με βάζει να συλλογίζομαι ότι σοβαρευτήκαμε απότομα ως άνθρωποι. Οι στίχοι γράφουν «Πάει καιρός, τώρα γεμίσαμε φως, σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πώς».
Γεμίσαμε λοιπόν φως και συνέχεια μας ξεφεύγουν κάτι ξενέρωτες ατάκες στους γύρω μας όπως «μπα, δε ψήνομαι» και κάτι τεμπέλικα «πού να τρέχεις τώρα». Ξεχάσαμε ή έστω αφήσαμε πίσω μας τα τρελοκαμώματα που ξύπναγαν τις γειτονιές στο πέρασμά μας. Άλλοι μας κατηγορούν γι’ αυτό και άλλοι μας χαίρονται, κάποιοι μας κατανοούν και κάποιοι άλλοι μας χτυπάν συγκαταβατικά στη πλάτη· πατ-πατ, δεν πειράζει.
Θ’ ακούσεις να λένε αποδοκιμαστικά «μεγάλωσε» ή βαθυστόχαστα «ωρίμασε» για κάποιον που άλλαξε συνήθειες. Μα νομίζω ότι αυτή η αλλαγή δεν έχει να κάνει με την ηλικία, ούτε με την ωριμότητα. Η αλλαγή πυροδοτείται από την κατάχρηση της ίδιας της ζωής που οδηγεί με τη σειρά της σε ένα αγανακτισμένο «φτάνει πια». Στην τελική, οι προτεραιότητές μας δεν είναι βράχια ακλόνητα. Γλάστρες είναι και τις κουνάς από δω και από κει, κι όπως κρίνεις εσύ τους αλλάζεις τη θέση.
Πρόσφατα διάβασα το παρακάτω σοφό tweet και ανακουφίστηκα που βρήκα επιτέλους έναν σύμμαχο στη θεωρία μου.
«Τελικά δεν ωριμάζει ο άνθρωπος. Απλά μικραίνουν τα κουράγια του να κάνει τις τόσες απανωτές μαλακίες» @ChefTalias, Απρίλιος 2013.
Μ’ αυτή την αφορμή, ας αφήσουμε έξω απ’ την κουβέντα μας αυτή ανθρώπους συντηρητικούς και πάντα μετρημένους. Ας κλείσουμε την πόρτα ώστε να μείνουμε εδώ όσοι έχουμε σπάσει ή σπάμε ακόμα τα «πρόσεχε μη και» της μάνας και τα «δεν πρέπει να» της κοινωνίας.
Κάνοντας τη παραδοχή ότι τρως τη ζωή με μια κουτάλα κατσαρόλας βαθιά, κάπου εκεί κοντά στα πρώτα «άντα» σου συνήθως, αρχίζεις να κουράζεσαι, έστω και τόσο δα λιγάκι κι ας μη το δείχνεις εύκολα. Κουράζεσαι με όλα και με όλους.
Σε κουράζει πλέον ο επιπόλαιος ενθουσιασμός σου σε κάθε ενδιαφέρουσα γνωριμία –σχεδόν έρωτας θα ‘λεγες παλιά. Σε φθείρει το καθημερινό ξενύχτι κι αναρωτιέσαι αν αξίζει να πας στην πρωινή δουλειά σου σερί, βρωμοκοπώντας καπνό και οινοπνευματώδεις ουσίες -εκτός κι αν η δουλειά σου επιβάλει τα προηγούμενα, τότε εξαιρείσαι φίλε μου.
Αν ήσουν εφήμερος εραστής για νύχτες και νύχτες, τώρα πια σου λείπει μια αγάπη να κάτσει στο καναπέ μαζί σου να δείτε επεισόδια σειράς μέχρι την ώρα του βαθιού χασμουρητού. Αν ήσουν πάρτι άνιμαλ, τώρα έχεις βάλει στο μάτι ένα κουτούκι ποιοτικό, όπου θα μπορείς επιτέλους να πιάσεις εκείνες τις συζητήσεις τις ατέλειωτες με τους εκλεκτούς σου φίλους.
Με διάφορους τρόπους, έμαθες επιτέλους πως δεν είναι αθάνατη η ράτσα μας και πως ένα κράνος σώζει. Σταμάτησες να σπιντάρεις σε κάθε σου ενέργεια και έμαθες πως η ποιότητα είναι τελικά αυτό που μετράει.
Το ηλικιακό φράγμα που σε φέρνει κοντά στην ποιότητα είναι μία μη σταθερή μεταβλητή που εξαρτάται από το πλήθος και την επίγευση των εμπειριών σου. Όσο πιο πολλές όμορφες και γεμάτες εμπειρίες στρίμωξες μέσα σε λίγα χρόνια δηλαδή, τόσο πιο σύντομα θα φτάσεις να τερματίσεις την πίστα ξέπνοος και να ζητήσεις ένα διάλειμμα.
Κάπου εκεί, σ’ αυτό το διάλειμμα σου, πρέπει να μείνεις απλώς συγκεντρωμένος και εστιασμένος σε σένα και στην ανακατάταξη των προτεραιοτήτων σου. Μη και σε πάρει η κατηφόρα και σου μείνει κουσούρι το «δεν μπορώ εκείνο και δεν μπορώ το άλλο» γιατί τότε αντί να ωριμάσεις λίγο, θα γεράσεις φίλε μου.
Φρόντισε πάντα να έχεις δίπλα σου μερικούς ανθρώπους «αλάρμ» που θα σε συνεφέρουν κάθε που πάει να σε ρουφήξει ο καινούριος πράος, ήσυχος χαρακτήρας σου.
Για εμένα, τον ρόλο του ανθρώπου αλάρμ έπαιξε επιτυχώς πρόσφατα ο φίλος μου ο Νικόλας. Ο Νικόλας, μια καθημερινή εργάσιμη, ενώ εγώ βιαζόμουν να πληρώσω το ποτό μου για να πάω για ύπνο πια, μου περιέγραφε πώς εχθές Τρίτη, έξι παρά τα ξημερώματα, έκοψε την παλάμη του καθώς προσγειώθηκε άχαρα σε σπασμένα γυαλιά στο κέντρο της πόλης, προσπαθώντας να σώσει το μπαλάκι με την αυτοσχέδια ρακέτα του.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα ελάχιστα, καθώς εξιστορούσα νοσταλγικά μέχρι νωρίς το πρωί στον άνθρωπό μου τις περιπέτειες του «ανώριμου» εαυτού μου.
Ανεπιφύλακτα συνιστώ, μία φορά μηνιαίως τουλάχιστον, να ζούμε άσωτες ημέρες ή και νύχτες για να διώχνουν την επικίνδυνη σοβαρότητα που λιγουρεύεται να μας καταπιεί.