Έχουν κι έχουν γραφτεί δεκάδες βιβλία, δοκίμια κι επιστημονικά άρθρα που περιγράφουν την ερωτική ζήλεια, με τα κίνητρά της, τα συμπτώματά της , τις συνέπειές της, με τα όλα της. Έχουν κι έχουν πάρει φωτιά τηλέφωνα και πληκτρολόγια για να αποσυνθέσουν τη ζήλεια του ενός προς τον άλλο, μπας και τη σπάσουν σε κομμάτια μικρά, διαχειρίσιμα.

Η ζήλεια χρησιμοποιείται επίσης –μα σπάνια επιτυχώς- ακόμα και κερδοσκοπικά για να «τον/την κάνεις να θέλει» ή για να «τον/την πληγώσεις που σε άφησε» –τώρα θα του/της δείξω εγώ, θα δει τι θα πάθει.

Η συμπάθεια ή η αντιπάθεια προς το φαινόμενο της ζήλειας νομίζω μας κατατάσσει χονδρικά σε δύο κατηγορίες ανθρώπων. Οι πολλοί στη μια μεριά είναι οι υπέρμαχοι της ζήλειας, είτε σαν δράστες είτε σαν θύματα αυτής. Είναι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες που αγαπούν και προσδίδουν εύσημα στο συναίσθημα της ζήλειας, δικαιολογούν όλες τις πράξεις που λαμβάνουν χώρα στο όνομά της και πόσο, μα πόσο,  χαίρονται όταν αντιλαμβάνονται ότι ο άνθρωπός τους ζηλεύει. Σε ακραίες καταστάσεις μάλιστα προκαλούν εσκεμμένα τον άνθρωπό τους για να ζηλέψει.

Από την άλλη μεριά, λίγοι και δαχτυλοδειχτούμενοι, στέκονται όσοι απεχθάνονται αυτές τις παράλογες, απροκάλυπτες και θεατρινίστικες σκηνές ή έστω μετρημένες συζητήσεις περί ζήλειας .

Πέρα από την κατηγορία όμως που σε κερδίζει, να ξέρεις, δεν υπάρχει κανένας μας που να απαλλάσεται παντελώς από το συναίσθημα της ερωτικής ζήλειας. Από ‘κει και πέρα, είναι  το επίπεδο ζήλειας που μας κατατάσσει σε υποκατηγορίες ζηλιάρηδων.

Στο ένα άκρο, υπάρχουν αυτοί που ζηλεύουν παθολογικά ακόμα και τις πιο αθώες καλημέρες που ξεστομίζει ο άνθρωπός τους και στο απέναντι άκρο, είναι όλοι εκείνοι που ζηλεύουν  μόνο όταν τα ενοχοποιητικά στοιχεία είναι αρκετά για να καταδικάσουν τον κατηγορούμενο σε ηλεκτρική καρέκλα.

Και παρόλο που νομοτελειακά δεν αποδεικνύεται, θα  θεωρήσουμε εδώ για να ξεμπερδεύουμε εύκολα,  ότι όσο μεγαλύτερος ο έρωτάς μας για τον άνθρωπο που ζηλεύουμε, τόσο πιθανότερο να υπάρξει μία αναίτια έκρηξη ζήλειας μέσα μας ένα πρωινό που ο/η σύντροφός μας θα πίνει αμέριμνα έναν καφέ.

Και αφού παραδεχτήκαμε ότι όλοι, μα όλοι μας, κάποια στιγμή για κάποιον άνθρωπο πρασινίσαμε ή θα πρασινίσουμε ζηλεύοντας, ας μιλήσουμε για την ευχάριστη πλευρά της ζήλειας.

Μα και βέβαια υπάρχει ευχαρίστηση όταν διαπράττεται μία σκηνή ζήλειας. Πρόκειται για την αγνή απόλαυση του παραλήπτη αυτής ή αλλιώς του ατόμου που βρέθηκε, ας πούμε άθελά του, να παριστάνει την πέτρα του σκανδάλου.

Με σταράτα λόγια, όλοι μας «ανεβαίνουμε» λίγο όταν διαισθανόμαστε τη ζήλεια του/της συντρόφου μας.

Δε θα ψυχαναλήσουμε βέβαια τώρα, το πώς και το γιατί τονίζεται το εγώ μας όταν ένας άνθρωπος πρασινίζει για χάρη μας. Αλλά, ας σταθούμε ειλικρινείς κι ας ομολογήσουμε πως είναι υπέροχο συναίσθημα να βιώνεις μία σκηνή διακριτικής ζήλειας με επίκεντρο τον εαυτό σου.

Αναφέρομαι φυσικά μόνο στις υγιείς καταστάσεις ζήλειας, που αν και συνήθως είναι αδικαιολόγητα χαζές και άτοπες, δίνουν παρόλ’ αυτά ένα εντονότερο χρώμα στη σχέση μας κι ερεθίζουν λίγο το τμήμα του εγκεφάλου που διαχειρίζεται την έννοια της διεκδίκησης.

Έχει το γούστο του να βλέπεις τον αγαπημένο σου να θέλει να «σπάσει» όλο το bar επειδή κάποιος σου ζήτησε φωτιά κι έχει πλάκα να βλέπεις μια γυναικάρα δύο μέτρα να ακονίζει τα νύχια της επειδή ένα κοριτσάκι, από αυτά που έχεις χωρίσει τόσες φορές στο παρελθόν, πετάρισε τις βλεφαρίδες του κοιτώντας εσένα.

Σε ακραίες συνθήκες, μάθε πως ακόμα και μία κινηματογραφική σκηνή ζήλειας, με λίγο βρισιματάκι, λίγο ξεμάλλιασμα βρε παιδί μου, δεν είναι και τόσο αντιπαθής.

Η πιο συνήθης έκφραση ζήλειας, είναι ολιγόλεπτη, απλή, κοφτή και απέριττη. Γίνεται δηλαδή μια καταγραφή του γεγονότος τουτέστιν «γιατί σε κοιτάει αυτός/η», ακολουθεί μία διστακτική αθώωση του θύματος, δηλαδή «εντάξει, εντάξει δε φταις εσύ» και κλείνει η σκηνή με μία φονική ματιά προς τον εχθρό κι ας μην πρόλαβε καν να εισβάλλει.

Υπάρχει όμως κι ένα προχωρημένο επίπεδο ζήλειας, αυτό που ονομάζω «θρασυτάτη ζήλεια».  Πρόκειται για σκηνή ζήλειας, η οποία για τον πρωτάρη αποδέκτη της είναι σκέτο μπέρδεμα, καθώς ο/η ζηλιάρης σύντροφος προσπαθεί να γνωριστεί με τον εχθρό,  που έχει γίνει πλέον εισβολέας, κερνώντας σφηνάκια και ανταλλάσσοντας δήθεν αστειολογήματα.

Είναι πολύ λεπτές καταστάσεις που απαιτούν διπλωματία και διάθεση για σκληρό παιχνίδι στρατηγικής, καθώς ο/η ζηλιάρης/α έχει μπει σε ένα παιχνίδι επίδειξης ευφυΐας και ανωτερότητας προς εσάς και όλο τον κόσμο γύρω σας, αλλά δεν παύει να είναι δύο λόγια δρόμος το σημείο που το μάτι θα γυαλίσει ανεπιστρεπτί.

Να μην ξεχάσουμε και τη «μουγγή» ζήλεια. Αρρώστια σκέτη. Ο αποδέκτης δεν απολαμβάνει τίποτα παρά μόνο ματιές-μαχαιριές και ξινά μούτρα. Παράλληλα ο δράστης, αυτός που ζηλεύει ντε, κοντεύει να εκραγεί από νεύρα κι από μουγκαμάρα, ενώ ο εισβολέας δεν έχει καταλάβει τίποτα κι εξακολουθεί να χαριτολογεί ή να πεταρίζει βλέφαρα ανενόχλητος.

Αν με ρωτάτε τι προτιμώ, νομίζω πως δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω όμως είναι τι δεν μπορώ να αντέξω. Δεν θα άντεχα ποτέ στο πλάι μου έναν μουγγό ζηλιάρη, που τάχα μου δεν άκουσε το βαθύ κορνάρισμα και τη φωνή από το διερχόμενο αμάξι που σχολιάζει το φόρεμά μου.

Στην παραπάνω σκηνή, το μόνο που αρμόζει, είναι να απαντήσετε ή να βρίσετε έστω φωναχτά κι ξέρουν όλοι  πως  η πολεμική σας ιαχή θα χαθεί στη βουή του δρόμου. Έτσι για την πόζα, ρε γαμώτο. 

Συντάκτης: Αμάντα Πατσοπούλου