Αν με ρωτούσε κάποιος τώρα τι είναι αυτό που φοβάμαι περισσότερο απ’ όλα, θα έλεγα τη δυστυχία. Το αίσθημα της μιζέριας, της ενοχής, της λύπησης, το σκοτάδι, το κλάμα, τις αξημέρωτες νύχτες, τα άδεια μπουκάλια, τον ίδιο μου τον εαυτό, το μυαλό μου.
Κι όμως, υπάρχει κάτι ακόμη πιο τρομακτικό απ’ τη δυστυχία: η ευτυχία. Ο φόβος του να είσαι πραγματικά ευτυχισμένος και να το απολαμβάνεις. Ο φόβος του να ζεις την ευτυχία ως το μεδούλι της, να πιστεύεις βαθιά μέσα σου πως το αξίζεις, πως το κέρδισες με το σπαθί σου και τώρα δικαιούσαι να το ζήσεις, να το γευτείς. Η λεγόμενη «δυστυχία της επιτυχίας».
Φράσεις του τύπου «πολύ καλό για να ‘ναι αληθινό» ή «τι έκανα για να αξίζω τόση ευτυχία;» είναι μικρά παραδείγματα ότι κάποιοι από μας δεν απολαμβάνουν πραγματικά την ευτυχία τους. Κι αν όντως είναι πολύ καλό για να ‘ναι αληθινό, ας το ζήσουμε με ακόμη περισσότερο πάθος. Αν ξέρουμε ότι αυτό που μας συμβαίνει είναι ένα στο εκατομμύριο, τότε θα έπρεπε να είμαστε ακόμη πιο ευγνώμονες γι’ αυτό, κι όχι να προσπαθούμε να το εξηγήσουμε, να το αναλύσουμε και τελικά να το απορρίψουμε πετώντας το σε μια γωνιά γιατί είναι «υπερβολικά καλό για τα γούστα μας».
Πού είναι η θέλησή μας για ζωή; Η ανάγκη για επίτευξη στόχων; Πού είναι η αγάπη για τα όνειρά μας; Η ελπίδα; Η τόλμη; Η πυγμή; Κι ακόμη πιο περίεργο είναι πως κάποιοι από μας πάνε κι ένα βήμα παραπέρα. Φτάνουν σε σημείο να απορρίπτουν τις ευκαιρίες που τους δίνονται είτε γιατί πιστεύουν πως δε θα τα καταφέρουν στο τέλος είτε γιατί πιστεύουν πως δεν είναι αντάξιοι τόσης ευτυχίας. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι απορρίπτουν μια επαγγελματική πρόταση ή αφήνουν να περάσει ένας έρωτας που είχε να προσφέρει πολλά πριν καν τον ξεκινήσουν. Κι αυτό επειδή φοβούνται την ίδια την ευτυχία.
Για το στόχο εκείνο που σχεδόν όλη τους τη ζωή κυνηγούσαν, που έψαχναν, που άλλαζαν τους κόσμους τους και κινούσαν βουνά, γι’ αυτόν το στόχο που ταξίδευαν σε χώρες, γι’ αυτόν που έμεναν ξάγρυπνοι, γι’ αυτόν που γέμιζαν το δωμάτιο καπνό, γι’ αυτόν τον ίδιο τώρα σκέφτονται διπλά και τριπλά αν θα τον αγγίξουν, όταν τους δίνεται απλόχερα. Μειώνουν τον εαυτό τους φοβούμενοι ότι θα αποτύχουν, ότι δε θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν. Λένε πως δεν το αξίζουν, πως είναι λίγοι για την τόση ευτυχία.
Κι όμως, όχι μόνο δεν είναι λίγοι, μα είναι αρκετοί, έτσι ώστε να απλώνεται μπροστά τους μια τέτοια ευκαιρία για ευτυχία. Υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν όλη τους τη ζωή για την ευτυχία κι ίσως δεν τη βρουν ποτέ. Κοιτάζουν σε λάθος μέρη; Είναι άπληστοι; Ποιος ξέρει. Γι’ αυτό, λοιπόν, οφείλουμε να δεχόμαστε την ευτυχία όποτε έρχεται. Να της ανοίγουμε την πόρτα, να την κερνάμε κιόλας. Να τη βάζουμε στο σπίτι μας και να προσπαθούμε να την κάνουμε να μείνει για όσο το δυνατόν πιο πολύ.
Για μία μέρα ή για τρία χρόνια. Να ξέρεις πως λίγη σημασία έχει. Σημασία έχει να μάθεις τον εαυτό σου να γεμίζει απ’ το αίσθημα της πληρότητας, της ελπίδας, της αισιοδοξίας. Να τον μάθεις να δέχεται το όμορφο, να το απολαμβάνει, να το κάνει κτήμα του. Να τον μάθεις πως το αξίζει. Να τον μάθεις πως ακόμη κι αν η ευτυχία αυτή κρατήσει ελάχιστα, θα έχεις κερδίσει το πιο σημαντικό, την εμπειρία του να τη ζεις.
Και πίστεψέ με, πως αν επιτρέψεις στον εαυτό σου να ζήσει για μία στιγμή την ευτυχία, δε θα σταματήσεις ποτέ να την αναζητάς. Γιατί η ανάγκη για αυτή βρίσκεται μέσα σε όλους μας, φτάνει ένα κρυφοκοίταγμα για να ξυπνήσει μέσα σου η φλόγα για την αναζήτησή της. Και στο υπογράφω, πως από κείνη τη μέρα δε θα σταματήσεις μέχρι να τη βρεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη