Κάθομαι στη 15Α, δένω τη ζώνη μου και χαζεύω το περιοδικό με τα αφορολόγητα. Ο πιλότος μας εύχεται «καλό ταξίδι» κι η αεροσυνοδός με ρωτάει αν είμαι άνετα. Απογειωνόμαστε και κοιτάω έξω απ’ το παράθυρο.
Κάθε φορά που βρίσκομαι σ’ αεροπλάνο νιώθω μια γλυκιά νοσταλγία. Νομίζω μόνο έτσι θα μπορούσα να περιγράψω το αίσθημα. Μια αγάπη για τη ζωή, όχι μόνο για τη δική μου μα για τη ζωή μας. Για τη ζωή που ζούμε, για τα όρια που ‘χουμε τη δυνατότητα μα και την ικανότητα να υπερβούμε, για τους ανθρώπους μας, ακόμη και για τα μικροπροβλήματά μας και τις καθημερινές μας σκοτούρες.
Κάθε φορά που ανεβαίνω τα σύννεφα, κάθε φορά που ‘χω έξω απ’ το παράθυρό μου ολόκληρα νησιά, και χάρτες, κι ατελείωτες θάλασσες, κάθε φορά που μπορώ να κοιτάζω τα παγωμένα βουνά και τις λίμνες, που σχηματίζουν ρυάκια, κάθε φορά που μπορώ, θαρρείς, να αγγίξω μια ολόκληρη χώρα και να την χωρέσω στην παλάμη μου, κάθε τέτοια φορά σκέφτομαι πως όλα αυτά που μας απασχολούν, όλες αυτές οι σκέψεις που δε μας αφήνουν να κοιμηθούμε τα βράδια, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μας πληγώνουν κι όλες αυτές οι καταστάσεις που, στην τελική, μας καθορίζουν, είναι όλα ασήμαντα και τρομακτικά μικρά μπροστά στον κόσμο που ζούμε. Είναι όλα απίστευτα μηδαμινά μπροστά στις πιθανότητες και στις ευκαιρίες που έχουμε τη δύναμη και την τύχη να συναντήσουμε.
Κι όχι μόνο ασήμαντα και μικρά μα κι εύκολα. Όλες μου τις μεγάλες αποφάσεις τις πήρα με θέα έναν ωκεανό, με θέα ένα ανοιχτό παράθυρο, έναν καφέ σε χάρτινο ποτήρι και κάμποσες αναταράξεις από κενά αέρος. Και πάντα έβρισκα μία λύση, πάντα τα ξεδιάλυνα στο μυαλό μου, πάντα υπήρχε μία απόφαση έτοιμη για μένα, κάπου στα τριάντα χιλιάδες πόδια πάνω απ’ τη γη. Και το παράξενο είναι πως η λύση κι η απόφαση ήταν και θα ‘ναι πάντα εκεί, είτε είμαι σ’ αεροπλάνο, είτε σε πλοίο, είτε σε ένα καφέ κοντά στο σπίτι μου. Μα το μυαλό μας παίζει παράξενα παιχνίδια, αρκεί ένα έναυσμα, ένα «κάτι» για να μας ταρακουνήσει, να μας ξυπνήσει και να μας ανοίξει τα μάτια.
Ίσως αλλάζει η κοσμοθεωρία μας κάπου ανάμεσα στα σύννεφα, ίσως βλέπουμε ξεκάθαρα τα πιο σημαντικά, τις πραγματικές μας ανάγκες και τα αληθινά μας «θέλω» και «μπορώ». Κι ίσως, όντως, να μη χρειαζόμαστε ένα εισιτήριο, για κάπου μακριά, για να αλλάξουμε τρόπο σκέψης, μα βοηθάει κάποτε να βλέπεις τον κόσμο από ψηλά, να βλέπεις εχθρούς και φίλους, οικογένεια κι έρωτες από απόσταση. Τόση μεγάλη απόσταση που δεν μπορείς να τους αγγίξεις καν, τόση μεγάλη που απαιτεί ακόμη και προσπάθεια για να τους θυμηθείς.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα τοπία που άλλαζαν έξω απ’ το παράθυρό μου, ανάμεσα στον ήλιο που άλλοτε μου κρυβόταν κι άλλοτε εμφανιζόταν, ανάμεσα στο χάρτινο ποτήρι με τον κρύο –πια– καφέ μου κι ανάμεσα στις τόσες μου σκέψεις κι αντιφάσεις, βρήκα τον εαυτό μου. Έστω κι αν ήταν για μία μόνο στιγμούλα. Είμαι σίγουρη πως τότε ανακάλυψα εμένα. Στα τριάντα χιλιάδες πόδια πάνω απ’ τη γη, ανακάλυψα πως η ζωή είναι για να ξοδεύεται, οι στιγμές για ν’ αναλώνονται κι οι άνθρωποι για ν’ αγαπιούνται.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη