Θα ήθελα να φανταστείς ένα κουτί. Ένα κουτί μες στο κεφάλι σου. Εκεί μέσα να μπορείς να βάζεις ό,τι αναμνήσεις θες εσύ. Αναμνήσεις ιδιότροπες, αναμνήσεις που ξεπροβάλλουν απροσδόκητα, αναμνήσεις αμήχανες, τολμηρές, ύπουλες, αναμνήσεις θεριά ολόκληρα, αναμνήσεις νοσταλγικές, σχεδόν συγκινητικές, αναμνήσεις αναλώσιμες και κάπως επιτηδευμένες. Μα κι αναμνήσεις όμορφες, που φέρνουν στα μάτια σου δάκρυα χαράς, αναμνήσεις παιδικές, με μια γεύση αγάπης και παγωτού φράουλα, χωρίς όρια κι όρους, αναμνήσεις φιλιών κι αναμνήσεις κεντημένες μ’ αγκαλιές, αναμνήσεις από φίλους κι από εποχές που εύχεσαι να μπορούσες να ξαναζήσεις το ίδιο έντονα.

Το κουτί σου μπορεί να χωράει όσες αναμνήσεις θες εσύ. Όσες επιτρέπεις να μπουν μέσα. Κι αυτό το κουτί θα μπορείς να το ανοίγεις μόνο εσύ, όποτε και για όσο θες. Δε θα ‘ναι πλέον οι μνήμες όλες αφημένες ανεξέλεγκτα στο μυαλό σου. Δε θα επιτρέπεται πλέον να ξεπροβάλλουν μια Κυριακή πρωί, καθώς πίνεις τον καφέ σου ανέμελος στο μπαλκόνι του σπιτιού σου. Πλέον θα πρέπει να τις καλείς για να έρχονται, να τους επιτρέπεις να μπουν μέσα, να τους δίνεις την άδεια.

Αλήθεια, μοιάζει κάπως σαν ευχή και κατάρα μαζί. Κι αυτό γιατί οι όμορφες αναμνήσεις δε μας ενοχλούν, ακόμα κι αν έρχονται απρόσκλητες. Κι όχι μόνο δε μας ενοχλεί η εισβολή τους, μα κάποτε τις λαχταράμε να ‘ρχονται έτσι απροσδόκητα. Οι άσχημες κι οι τρομακτικές όμως, δε θέλουμε να ‘ρχονται χωρίς να χτυπάνε πρώτα την πόρτα, χωρίς να τις περιμένουμε, χωρίς να ‘μαστε προετοιμασμένοι. Γιατί έτσι όπως μπαίνουν απ’ το παράθυρό μας χωρίς προειδοποίηση μάς παρασέρνουν μαζί τους και κάποτε τραβάνε όλο το οξυγόνο απ’ το σπίτι μας και μας αφήνουν στο έλεος των ίδιων μας των σκέψεων, στο έλος του ίδιου μας του εαυτού.

Γι’ αυτό, λοιπόν, κάποιοι από μας θα θυσίαζαν το απρόσκλητο των όμορφων αναμνήσεων, για να ησυχάσουν έστω και για λίγο απ’ την οδύνη των πικρών. Θα διάλεγαν το κουτί στο κεφάλι τους και θα κλείδωναν εκεί μέσα όποια ανάμνηση είχαν, με σκοπό να ζουν για το παρόν και το μέλλον, κι όχι για ένα παρελθόν.

Μα το παρελθόν μας διδάσκει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όσα ζήσαμε. Το παρελθόν μας δεν πρέπει να μας κρατάει πίσω, μα πρέπει να υπάρχει έτσι ώστε να συγκρίνουμε, να μαθαίνουμε, να βλέπουμε την εξέλιξη, να καταλαβαίνουμε πότε κάνουμε λάθος και πότε όχι, να μεγαλώνουμε μέσα απ’ αυτό.

Δε ξέρω αν θα επέλεγα ποτέ το κουτί στο κεφάλι μου. Δεν ξέρω αν θα άντεχα να έχω τόσο βαριά ευθύνη στους ώμους για το πότε θα καλέσω το παρελθόν μου να με επισκεφτεί. Γιατί, στην τελική, έμαθα να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου και κατ’ επέκταση τον ίδιο μου τον εαυτό. Έμαθα να τον εμπιστεύομαι όταν έχει ανάγκη να ζήσει ξανά νοσταλγικές, συγκινητικές, αστείες, ταλαιπωρημένες ή θλιβερές στιγμές. Αν είχα εγώ το κλειδί για το κουτί μου ίσως δεν το άνοιγα στις σωστές στιγμές κι ίσως και να έχανα κάπου το κλειδί μου. Καταστροφικό και κάπως τρομακτικό.

Γι’ αυτό προτιμώ να έρχονται οι αναμνήσεις μου όποτε θέλουν. Κι ας βρίσκω τρόπο να τις αντιμετωπίζω κάθε φορά. Γιατί –σκέψου για μια στιγμή– αν δε φοβάσαι ούτε τις ίδιες σου τις αναμνήσεις πια, τότε ίσως να ‘σαι –σχεδόν– ανίκητος!

 

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη