Λένε πως δεν ερωτευόμαστε πρόσωπα, ούτε καλογυμνασμένα σώματα, ούτε πράσινα μεγάλα μάτια. Ερωτευόμαστε ψυχές. Όμορφες, γεμάτες αγάπη. Ερωτευόμαστε συναισθήματα. Βαθιά, αληθινά. Ερωτευόμαστε λόγια. Ειλικρινή, γεμάτα. Ερωτευόμαστε σιωπές. Ερωτευόμαστε κινήσεις, κάτι νεύματα και κάτι βλέμματα. Ηλιοβασιλέματα και καθαρούς ουρανούς.

Κι αν το ψάξεις λίγο βαθύτερα, θα δεις ότι είναι αλήθεια. Ναι, μας ελκύουν τα μεγάλα πράσινα μάτια κι ένα όμορφο χαμόγελο, αλλά τι μας κρατάει εκεί; Τι μας κάνει να θέλουμε να μοιραστούμε τη ζωή μας, τις στιγμές μας, τις αναμνήσεις μας με κάποιον;

Ίσως ο τρόπος που πίνει τον καφέ του το πρωί, ο τρόπος που κρατάει ακόμη το κεφάλι του επειδή είναι 6 τα χαράματα και θα ήθελε να μείνει για λίγο ακόμη ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Ίσως πάλι ο τρόπος που περνάει αργά το χέρι του γύρω απ’ τον ώμο μας, το απογευματάκι που περπατάμε στα στενά της πόλης. Κι ίσως που προσέξαμε ότι προτιμάει τα άσπρα αντί τα μπλε πουκάμισα. Ίσως ακόμη επειδή ξέρουμε ότι τα σαββατοκύριακα του αρέσει να τυλίγει τα τσιγάρα του καθισμένος στο μπαλκόνι, διαβάζοντας εφημερίδα.

Μπορεί να μας εξιτάρει ο τρόπος που μας κοιτάζει, ο τρόπος που μας κρατάει κι η μυρωδιά του που δε λέει να ξεκολλήσει από πάνω μας. Μπορεί και να μας αρέσει που γελάμε μαζί του, που φτιάχνουμε αναμνήσεις σαν κουβάρια από κλωστές, που δε νοιαζόμαστε για τα μικροπροβλήματα, που νιώθουμε πως βρήκαμε τον άνθρωπό μας, που νιώθουμε πως όταν είμαστε μαζί τα χρώματα γύρω μας είναι κάπως λιγάκι πιο φωτεινά.

Κι ίσως πάλι να ‘ναι που μπορούμε να κάνουμε όνειρα κοινά, με μία γραμμή για πορεία αντί για δυο, με μια βαλίτσα στο χέρι, με ένα σκυλί κι ένα σπίτι. Κι όχι δυο.

Γιατί είναι τα συναισθήματα που σου βγάζουν οι άνθρωποι, είναι η αύρα τους, είναι αυτό που βλέπεις μες στα μάτια τους κι όχι το χρώμα το ίδιο, είναι το πόσο θέλεις να φιλήσεις το χαμόγελό τους κι όχι το ίδιο το χαμόγελο. Γιατί τα συναισθήματα που σου γεννούν οι άνθρωποι δεν τα ξεχνάς ποτέ, τις φακίδες στο πρόσωπό τους και τα έντονα ζυγωματικά τους μπορεί να τα λησμονήσεις κάποτε, θα ξεθωριάσουν οι έντονες γωνίες και τα κόκκινα μάγουλα, μα το σημάδι της προδοσίας ή η ζεστασιά της Κυριακής σου υπόσχομαι πως δεν μπορεί να φύγει, δεν μπορεί να ξεθωριάσει.

Κι όχι πως δε θα προχωρήσεις, αν οι συνθήκες είναι τέτοιες που πρέπει να φύγεις. Τότε, σε λίγο καιρό, θα βρεις τα πόδια σου και τους ρυθμούς σου. Μα τώρα πια δε θα ‘σαι ίδιος. Δε θα ‘σαι όπως πριν. Γιατί τώρα ένιωσες τον πόνο, τον έρωτα, την αγάπη. Γιατί τώρα ξέρεις.  Και τώρα που ξέρεις, είσαι διαφορετικός. Όχι απαραίτητα καλύτερος ή χειρότερος. Απλώς διαφορετικός.

Κράτα αυτό. Κι άσ’ τα υπόλοιπα. Κοίτα να νιώθεις κάθε μέρα και πιο πολύ. Κάθε μέρα και κάτι καινούργιο. Κάθε μέρα και κάτι πιο δυνατό. Γιατί μόνο όσοι ένιωσαν ξέρουν και μόνο όσοι ένιωσαν κέρδισαν. Κανένας τους δεν έχασε. Μόνο και μόνο η πληρότητα, μόνο και μόνο ο παλμός στον καρπό σου κάνει όλες τις προδοσίες να αξίζουν. Φτάνει να το νιώσεις, φτάνει να ‘σαι πραγματικά παρών.

 

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη