Ξέρεις, είναι καταστάσεις που σε καταπίνουν. Που, χωρίς να το θέλεις, αναλώνεσαι μέσα τους, μικραίνεις, χάνεσαι, εγκαταλείπεσαι, ξεχωρίζεσαι από τον εαυτό που είχες πριν. Δεν είναι επιτηδευμένα. Είναι ένα υπερβολικά σκοτεινό μέρος για να επιλεχτεί από κάποιον σκόπιμα.
Ξέρεις, είναι άνθρωποι που σε μεταμορφώνουν. Σε μεταμορφώνουν σε μια εκδοχή του εαυτού σου αστεία και συνάμα κατάμαυρη. Σε μια εκδοχή του εαυτού σου που λείπεις κι έτσι αναπόφευκτα γίνεσαι μονάχα μία μικρή σκιά σου. Σε μια εκδοχή του εαυτού σου κρύα, απόμακρη, ένα είδωλο μισό, κενό, αερικό. Ξέρεις, είναι μέρες που σε καταπίνουν. Μέρες που τις βλέπεις από μακριά να σε χλευάζουν. Μέρες που μοιάζουν μήνες, μέρες που μοιάζουν νύχτες και μέρες που μοιάζουν τίποτα.
Μα εσύ ζεις την καινούργια σου πραγματικότητα κάπως νωχελικά. Αφημένος στο όμορφο παραμύθι σου, αφηρημένος από τα μάγια τους, ξεχασμένος σε μια ζωή που δε ζεις αληθινά, μα μόνο υπάρχεις σ’ αυτήν ως ένας άλλος εαυτός σου. Νιώθεις ευτυχισμένος σ’ αυτή τη φούσκα, νιώθεις πλήρης, γεμάτος. Είναι φορές που εύχεσαι αυτό να κρατήσει για πάντα. Είναι φορές που δεν πιστεύεις στην τύχη σου, στην τόσο καλή σου τύχη! Μα είναι και κάποιες φορές, κάποια μικρά φωτεινά διαλείμματα που κοιτιέσαι στην αντανάκλαση μιας τυχαίας βιτρίνας στον δρόμο κι αναρωτιέσαι αν σε βλέπεις. Σε κοιτάζεις σίγουρα. Μα σε βλέπεις αληθινά;
Κι ύστερα εμφανίζεται κάποιος από μηχανής θεός- δικός σου θεός. Ίσως δε σ’ αγγίζει καν, σου γνέφει από μακριά, σου φωνάζει από απόσταση, τσιρίζει, ωρύεται, ουρλιάζει. Και ξαφνικά ακούς. Τον ακούς. Γυρίζεις απότομα να καταλάβεις γιατί τόση φασαρία, γιατί τόσο σούσουρο. Και μες τα τόσα που συμβαίνουν, σπάζεις την ροζ φούσκα σου κι επιτέλους ανασαίνεις. Επιτέλους κοιτάζεις πραγματικά, ακούς πραγματικά, σκέφτεσαι πραγματικά. Αγγίζεις, τυχαία, την καρδιά σου, να δεις αν είσαι ζωντανός. Τα χρώματα είναι πιο όμορφα, οι άνθρωποι πιο άνθρωποι, οι φωνές στο κεφάλι σου επέστρεψαν. Δε ζεις στο άγνωστο, στο κενό.
Κι οι επόμενες μέρες μετά απ’ αυτήν, είναι σαν να σε χτύπησε κεραυνός. Ούτε ξέρεις από πού έρχονται οι σκέψεις σου, οι τόσο συγκεντρωμένες, οι τόσο καθορισμένες, οι τόσο σωστές. Μα πού ήσουν όλον αυτό τον καιρό; Πού είχες χαθεί; Το ημερολόγιο γράφει Αύγουστος κι εσύ η τελευταία φορά που του έδωσες σημασία, έλεγε Δεκέμβρης. Η διαύγεια που σε διακατέχει είναι ασύλληπτη, η όρεξη για ζωή, η ενέργεια για να γελάσεις και να κλάψεις, οι λέξεις που βγαίνουν αβίαστα.
Όλοι μας περνάμε τις μαύρες περιόδους μας, όλοι μας έχουμε τις μαύρες τρύπες στο διάστημά μας, όλοι. Ανεξαιρέτως. Κι ούτε με νοιάζει πώς ο καθένας καταφέρνει να βγαίνει απ’ αυτές. Μα πρέπει να βγαίνουμε όλοι. Οι μαύρες τρύπες δεν έχουν τίποτα να μας δώσουν, κι είναι μόνο μαθήματα αν κρατάνε για λίγο. Αν όμως κρατάνε για πολύ, καταντούν φυλακές, άχρωμες, άοσμες, αμετάκλητες φυλακές. Οι δικές μας φυλακές, με σίδερα που φτιάξαμε από τα ίδια μας τα συναισθήματα, με κρεβάτια που πλέξαμε από τα ίδια μας τα όνειρα, με τοίχους που ορθώσαμε μέσα μας.
Κι όταν βγεις, να με θυμηθείς. Γιατί είναι όμορφος ο κόσμος έξω από τη φυλακή σου. Σου υπόσχομαι πως είναι άξιος των ματιών σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου