Ποτέ μου δε ζήλεψα, ποτέ δεν έκανα σκηνές με δράματα και μεθυσμένα μηνύματα στο τέλος της νύχτας. Ποτέ δεν έμεινα ξύπνια περιμένοντας τον άλλο να γυρίσει σπίτι. Ποτέ δεν ανέχτηκα να με ζηλεύουν, να γίνονται θηλιά γύρω απ’ το λαιμό μου, να με πνίγουν τα μηνύματα, τα τηλέφωνα, ο έλεγχος, η αναφορά που έπρεπε να δώσω. Μέχρι που ερωτεύτηκα.
Ερωτεύτηκα και σάστισα με τον εαυτό μου. Σάστισα με την ανησυχία μου για το πού βρίσκεται, με ποιους, τι κάνει και τι τρώει, με τι αστεία γελάει και τι αέρα ανασαίνει. Σάστισα ακόμη περισσότερο με την ταραχή μου, τους ανεβασμένους μου παλμούς και το τασάκι στο τραπεζάκι που γέμιζε, με το μπουκάλι που άδειαζε και με το πόσο πολύ ήθελα να ακούσω τα κλειδιά στην πόρτα.
Ερωτεύτηκα κι αποζητούσα τη ζήλια. Ήθελα να δω τη φωτιά στα μάτια του άλλου όταν αργούσα να γυρίσω σπίτι ή όταν θα έβγαινα με παρέα άγνωστη. Όχι μόνο την αποζητούσα, αλλά και την προκαλούσα, την έστηνα. Έκανα τα πάντα για να δω να θολώνει, να με θέλει, να ανησυχεί.
Δεν είναι άρρωστο. Είναι απόδειξη. Μάλιστα! Απόδειξη, τεκμήριο. Αποτελεί επιβεβαίωση κι επισφράγιση συναισθημάτων, δείχνει νοιάξιμο κι έρωτα, πάθος και έλξη. Κτητικό; Μάλλον. Υπερβολικό; Εξαρτάται. Άβολο; Καθόλου. Κι αν ταράχτηκες που το άκουσες, αν έχασες ένα σου χτύπο, τότε μάλλον δεν ερωτεύτηκες.
Σίγουρα δεν εννοώ να μην μπορείς να αναπνεύσεις χωρίς να δώσεις αναφορά στον απέναντι, ούτε να τρέμει τη σκιά του για πάρτη σου. Αλλά θα πρέπει να νοιάζεται, να ενδιαφέρεται και να το δείχνει. Να καίγεται αν θα βγεις με μια παρέα άγνωστη, να έχει άποψη και να τη λέει, να στέλνει μήνυμα την επόμενη για να δει ότι όλα είναι καλά, να σε ρωτάει επιδειχτικά πώς πέρασες κι αν έγινε κάτι περίεργο, να εκνευρίζεται όταν σε κοιτούν επίμονα, να σε κρατάει πιο κοντά του όταν νιώθει απειλή.
Κι αυτό κινείται κι απ’ τις δυο κατευθύνσεις. Να δίνεις και να παίρνεις την ανάλογη ποσότητα ζήλιας. Μόνο έτσι είσαι ερωτευμένος. Γιατί, αν το σκεφτείς, η έλλειψή της δημιουργεί ανασφάλειες, ερωτηματικά, αμφιβολίες. Όμως πρέπει να βγαίνει αβίαστα, χωρίς να το θέλεις να ζηλέψεις, να νιώθεις το μέσα σου να σείεται όταν ο άλλος βγαίνει, να φαντάζεσαι κάποιον άλλο να τον αγγίζει και να τρελαίνεσαι, να μην αντέχεις στο σπίτι σου, να τον θέλεις ακόμη πιο πολύ όταν λείπει.
Πρόσεχε, όμως. Η ζήλια έχει την ικανότητα να κατασπαράζει, να διεκδικεί ό,τι δεν είναι δικό της, να απαιτεί με θράσος, να φωνάζει, να εκνευρίζει. Έχει την ιδιότητα να καταστρέφει τα όμορφα και κάποιες φορές να σε αλλάζει και σένα τον ίδιο. Να μάθεις να την ελέγχεις κι όχι να σε ελέγχει. Να τη νιώθεις να καίει και να βρίσκεις τρόπους να την τιθασεύεις, μα να αντιλαμβάνεσαι την παρουσία της. Να ξέρεις πότε έρχεται και πότε φεύγει.
Μα να μην ευχηθείς ποτέ σου να φύγει για πάντα. Γιατί αν φύγει, τότε πάει να πει πως στέρεψες από φωτιά, πως την έσβησες για τα καλά. Και δεν υπάρχει χειρότερο αίσθημα απ’ το να βλέπεις τον άλλο να βγαίνει ένα Σάββατο βράδυ χωρίς εσένα κι εσύ να μπορείς να κοιμηθείς αδιάφορα χωρίς την ανάσα του δίπλα σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη