Τη λατρεύω τη Θεσσαλονίκη. Και το παράξενο είναι πως δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς το «γιατί». Με το που κατεβαίνω απ’ το αεροπλάνο είναι σαν να γεύομαι ολόκληρη την πόλη. Περνούν από μπροστά μου τα στενά της κι οι μυρωδιές της, ο Πύργος της, η Καμάρα της κι αυτή της η μελαγχολία που την κάνει αθεράπευτα ρομαντική και παράλληλα τόσο αγέρωχα άκαμπτη.

Σαν να στέκεται στο ύψος της, σαν να ξέρει πως είναι φτιαγμένη από ανθρώπους με καρδιά. Ανθρώπους από ατόφιο χρυσό. Ανθρώπους όμορφους. Ανθρώπους με το «α» κεφαλαίο. Η Θεσσαλονίκη χωρίς τους ανθρώπους της δε θα ήταν ίδια. Δε θα ήταν ίδια χωρίς τις καλημέρες τα πρωινά της Κυριακής από άγνωστους στο δρόμο και τα «Να σε κεράσω μια μπίρα;» το βράδυ μιας Τρίτης, χωρίς τα «Θέλεις βοήθεια με τα ψώνια;» τη Δευτέρα το μεσημέρι και τα «Τι κάνεις, όλα καλά;» στα μπαλκόνια της Παρασκευές.

Θεσσαλονίκη είναι ο φούρναρης που σε κερνάει μπουγάτσα με κανέλα και ζάχαρη άχνη γιατί «φαίνεσαι ανταριασμένη» κι ο καφές απ’ το καφενεδάκι λίγο πιο κάτω, που μοσχοβολάει παιδικές αναμνήσεις σαν να σε ξυπνάει από μεσημεριανό ύπνο στο σπίτι των παππούδων σου. Θεσσαλονίκη είναι ο Κωστής που παίζει μουσική κάθε μέρα στην αρχή της Αριστοτέλους κι οι περαστικοί που σταματούν και σιγοτραγουδούν. Θεσσαλονίκη είναι η κυρία Μαρία που σου λέει πως ομόρφυνες κάθε φορά που σε βλέπει -κι ας σε βλέπει κάθε μέρα.

Κι ύστερα είναι η παραλία, ο Θερμαϊκός που απλώνεται μπροστά σου. Πότε χαλαρός κι ήρεμος και πότε συννεφιασμένος κι ύπουλος. Να περπατάς κατά μήκος του και να πέφτεις πάνω στους περαστικούς, γιατί σκάλωσε το βλέμμα σου στην τόσο ομορφιά του. Να φτάνεις κάτω απ’ τον Πύργο και να στρέφεις το βλέμμα σου ψηλά στη γαλανόλευκη που κυματίζει μέρα-νύχτα εκεί πάνω. Να ακούς τους πλανόδιους και να γελάς με κάτι αστείο που έγινε μπροστά σου. Να ‘ναι μία ηλιόλουστη Πέμπτη ή μια συννεφιασμένη Παρασκευή, λίγη σημασία έχει. Μόνο μην πέσεις στον Βαρδάρη!

Κι ύστερα να ανεβαίνεις την Τσιμισκή και την Αγίας Σοφίας, με έναν καφέ ή ένα γλυκό στο χέρι, και να απολαμβάνεις τη μέρα σου, χωρίς να νοιάζεσαι για τα τόσα φορτία που κουβαλάς. Να σταματάς για γύρο και να πιάνεις κουβέντα με τον μαγαζάτορα. «Δεν είσαι από ‘δω, κοπελιά» σου λέει. Κι εσύ γελάς, η προφορά σου θα μπορούσε να αναγνωριστεί από παντού. Ο κύριος Τάσος είναι χρόνια στη δουλειά κι όπως αγαπά τον τόπο του, αγαπά κι αυτό που κάνει. Παραγγέλνεις και δεύτερη μπίρα και δε σε νοιάζει που έχασες το ραντεβού. Άλλωστε, εδώ περνάς πιο ωραία. Φεύγεις σε ένα τριωράκι, κι έχεις μάθει τόσα πολλά που θα σου πάρει ακόμη τρεις μέρες να τα χωνέψεις.

Περπατάς και στο δρόμο για το σπίτι πέφτεις πάνω στα τσουρέκια. «Ε, δεν πάει Κυριακή χωρίς τσουρέκι» λες και κάθεσαι. Ο αχνιστός καφές φίλτρου με γεύση κανέλα κάθεται μπροστά σου και το τσουρέκι κάστανο σε προκαλεί. Τελειώνεις το ταξίδι στις γεύσεις –για την ώρα–, σηκώνεσαι και περπατάς. Οι εποχές αλλάζουν γύρω σου γρήγορα. Πότε ήρθε ο Δεκέμβρης και πότε ο Μάρτης! Περνάς απ’ τα λαδάδικα και κάθεσαι για ένα ουζάκι στα γρήγορα. Και πότε ήρθε καλοκαίρι και πότε πάλι φθινόπωρο!

Τη μαγεία της Θεσσαλονίκης δεν την καταλαβαίνουν πολλοί. Κάποιοι τη βρίσκουν μουντή κι ακατάστατη. Μα η ομορφιά βρίσκεται αν την ψάξεις. Στον Κωστή και την κυρία Μαρία. Στον κύριο Τάσο και στον ένοικο του κάτω ορόφου που θα σε βοηθήσει να ανεβάσεις τα ψώνια. Στον παγωμένο Βαρδάρη που σου ανεμίζει τα μαλλιά και στους πλανόδιους στον Πύργο. Στον αχνιστό καφέ σου και στις γεύσεις που σου γαργαλούν τον ουρανίσκο.

Η Θεσσαλονίκη είναι σαν μια μέρα που μυρίζει βροχή, είναι μια μελαγχολία γοητευτική, είναι καρδιές έτοιμες να σπάσουν. Αν έχεις μάτια να τα δεις κι αν έχεις όρεξη να αφουγκραστείς.

Μόνο τότε.

 

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη