Κρυφάκουσα σήμερα απ’ το παράθυρο της κουζίνας μου.
Ο Άκης απέναντι ήρθε να δει τους γονείς του. Τον ξέρω τον Άκη εδώ και χρόνια. Πάντα ήταν φωνακλάς. Με την καλή έννοια φωνακλάς. Δεν άφηνε καρφίτσα να πέσει κάτω ασχολίαστη.
Πριν κάμποσα χρόνια που τον έβλεπα μου είπε πως θα φύγει. Ήθελε, λέει, να πάει έξω, να δουλέψει. Δεν τον χωρούσε ο τόπος, ο χρόνος. Πάντα ήτανε περίεργος. Όμορφα περίεργος. Από εκείνα τα παιδιά που λες πως θα κυνηγήσουν τα όνειρά τους, ό,τι και να γίνει.
Κι έτσι έφυγε. Δεν του μίλησα από τότε. Καμιά πενταετία πάνω-κάτω. Μα σήμερα πολύ πρωί, τον είδα. Πήγα να φωνάξω, να τον χαιρετήσω, να δω πώς είναι, πού άραξε τελικά.
Δεν ήταν καλά. Φαινόταν άλλος. «Μην έρχεσαι κοντά μου, μείνε! Να κρατάμε απόσταση», φώναζε στον πατέρα του. Μα εκείνος ερχότανε κοντά του. «Γιε μου, πότε ήρθες;» Κι όλο ερχότανε κοντά.
«Μείνε! Μην έρχεσαι». Δε θα ξεχάσω τη φωνή του. Μπήκε στ’ αυτοκίνητο κι άρχισε τις απειλές. Η φωνή του ζοριζόταν, δεν ήθελε. Την έχανε και την έβρισκε. Ώσπου γύρισε και με κοίταξε.
Ο πατέρας του επιτέλους έμεινε στη θέση του ακίνητος. «Σε πεθύμησα, γιε μου. Γι’ αυτό. Συγνώμη». Πρώτη φορά είδα τα μάτια του Άκη γεμάτα. Λύπη. Γεμάτα λύπη.
«Σκοπός είναι να μην έρχεσαι σε επαφή με πολλούς», του εξηγούσε. «Ούτε με μένα».
«Τόσα χρόνια πάνε, πόσα; Σε πεθύμησα».
Έκλαιγε ο Άκης. Τώρα έκλαιγε. Μα ήτανε σαν να τα ήθελε αυτά τα δάκρυα να κυλήσουν. Ήτανε σαν να τα περίμενε. Σαν να μην μπορούσε να τα συγκρατήσει. Άκουσα την πόρτα του να ανοίγει. Τσάντες από ψώνια να σκάνε στο πεζοδρόμιο. Άκουσα να φωνάζει κάτι ανάμεσα στα δάκρυα. Κάτι όμορφο και συνάμα στενάχωρο.
Ο Άκης που γελούσε, που η φωνή του αντηχούσε σ’ ολόκληρη τη γειτονιά. Ο Άκης που θυμάμαι. Μα ήταν αυτός, ο ίδιος.
Οι καιροί σ’ αλλάζουν, λένε. Και δεν έχουν άδικο. Η αγάπη για τον συνάνθρωπο, η αγάπη για τους οικείους μας, η αγάπη για τη ζωή μας, για τη ζωή τους. Γινόμαστε πιο άνθρωποι. Πιο γεμάτοι, ας είναι κι από δάκρυα. Γινόμαστε πιο όμορφοι, πιο πολύ εμείς, πιο καλόκαρδοι, πιο αγνοί, πιο υπέροχοι.
Δεν ήταν δύσκολο να διαβάσω τον Άκη και τον κάθε Άκη εκεί έξω. Δεν είναι να διαβάσω ούτε μένα. Φοβόμαστε, ξαφνικά. Πως μπορεί και να γίνουμε υπαίτιοι μιας καταστροφής που εν τέλει θα μας αφήσει καθηλωμένους. Μιας καταστροφής που θα υπογράφουμε εμείς οι ίδιοι και με επιπτώσεις που πάλι εμείς θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε.
Ο Άκης είχε να δει τον πατέρα του πέντε ολόκληρα χρόνια. Τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους τις έχουμε δεδομένες, σταθερές. Δε φανταστήκαμε ποτέ πως μία τόση δα αγκαλιά θα στοιχίζει κάτι. Πόσο μάλλον πως θα στοιχίζει -ίσως- μία ζωή. Πως θα ισοδυναμεί -άκου να δεις!- με την ανάσα μας.
Μα ίσως μετά απ’ αυτό να μετράμε καλύτερα ανθρώπους, να μετράμε καλύτερα ιδανικά και αξίες. Ίσως μετά απ’ αυτό να μη μετράμε τις ζωές, γιατί οι ζωές μας δεν μπαίνουν σε ζυγαριές, ούτε μετριούνται με βαρίδια. Κι ίσως και να καταλάβουμε πως -ευτυχώς- μία αγκαλιά είναι αρκετή.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.