Κυριακή. Τρεις και μισή σχεδόν το μεσημέρι. Μπροστά μου ένα φλιτζάνι με καφέ πρόχειρα φτιαγμένο κι ένα τσιγάρο στο τασάκι μου. Το πρώτο της ημέρας μου. Τα παράθυρα της τζαμαρίας μου ορθάνοιχτα, αν κι είναι ακόμη λίγο τσουχτερός ο καιρός. Ο ήλιος χτυπάει στο απέναντι σπίτι και ζηλεύω λίγο τον τύπο που απλώνει ρούχα. Το αεράκι κάνει τα φύλλα της πορτοκαλιάς να χορεύουν κι εγώ βάζω λίγη απαλή μουσική.
Αυτήν την Κυριακή μου φαίνεται σαν να έχω ό,τι χρειάζομαι. Τα απλά, τα όμορφα, τα ήσυχα. Αυτήν την Κυριακή την νιώθω γεμάτη. Και να που σκέφτομαι πάλι πως η ζωή είναι, στ’ αλήθεια, υπέροχη. Δε χρειαζόμαστε βαρύγδουπες δηλώσεις από κανέναν, ούτε λόγια ηχηρά, δε χρειαζόμαστε λεφτά και χλιδή, δε χρειαζόμαστε ξενοδοχεία και φαγητά, εκδρομές και ταξίδια. Χρειαζόμαστε Κυριακές με ανοιχτά παράθυρα και πρόχειρα φτιαγμένους καφέδες. Χρειαζόμαστε την αντανάκλαση της απέναντι πολυκατοικίας στο τραπεζάκι της τζαμαρίας κι ένα τοστ τυρί με μαρμελάδα.
Κι ανθρώπους. Σίγουρα. Χρειαζόμαστε ανθρώπους να μας κοιτούν με ματιές καθαρές, όχι ύπουλες, όχι σκοτεινές. Τους χρειαζόμαστε για να μας θυμίζουν πως αξίζουμε. Γιατί, ναι, ξέρουμε την αξία μας, μα ένα τηλεφώνημα «πώς πάει;» μας βάζει αυτόματα ένα χαμόγελο στα χείλη στην ιδέα πως κάποιος μας σκέφτηκε. Κι όχι, δε χρειαζόμαστε ούτε επιβεβαιώσεις ούτε κινήσεις από άλλους για να νιώσουμε καλά. Μα είναι όμορφο να ξέρεις πως κάποιος σε σκέφτηκε στις τρεις το απόγευμα μιας Κυριακής. Είναι όμορφο να έψαξε κάποιος να δει τι κάνεις.
Κι όσο ο καφές στο φλιτζάνι μου τελειώνει, κι όσο ο τύπος απέναντι τελειώνει –επιτέλους– με την μπουγάδα του (χρωματιστά ήταν νομίζω), σκέφτομαι πώς θα ήταν αν μπορούσαμε όλοι να απλώσουμε τα όνειρα και τις επιθυμίες μας σ’ ένα μπαλκόνι, μια Κυριακή απόγευμα, τόσο όσο να τα θυμηθούμε, τόσο όσο να τα δούμε όλα μαζεμένα, έτσι, για να αρχίσουμε να τα κάνουμε πραγματικότητα.
Οι Κυριακές είναι για να εκπληρώνουμε τα όνειρα, είναι για να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας πως, όσο άσχημος και να φαίνεται κάποτε αυτός εδώ ο κόσμος, σημασία έχει πώς επιλέγουμε εμείς να τον βλέπουμε. Εγώ σήμερα επέλεξα να μη σκεφτώ πόσες δουλειές με περιμένουν αύριο στο γραφείο, επέλεξα να μη σχολιάσω το γεγονός ότι μου είχε τελειώσει η ζάχαρη κι ο καφές μου ήταν πικρός, επέλεξα να μη σκεφτώ πως κάνει λίγο κρύο ακόμη, επέλεξα να μη σκεφτώ αυτά που μου λείπουν. Ήθελα –και θέλω– να επικεντρωθώ σ’ αυτά που έχω και σ’ αυτά που μου βγήκαν σωστά. Να σκεφτώ όσα με γεμίζουν, κι όχι εκείνα που με αδειάζουν.
Το ποτήρι μου θέλω να το βλέπω πάντα άδειο, για να ‘χει χώρο να το γεμίζω εγώ κάθε μέρα μ’ όσα επιθυμώ. Κι αν μου τελείωσε ο καφές, θα το γεμίσω λεμονάδα.
Το φλιτζάνι μου άδειασε, κι ο τύπος εξαφανίστηκε μες στο σπίτι του. Μα τα χρωματιστά του απλωμένα ρούχα έμειναν να μου θυμίζουν τα δικά μου όνειρα. Τα σχέδια και τους στόχους μου, που κάποτε ξεχνάω. Ο ήλιος χτυπάει απέναντι και δεν μπορώ να μην προσέξω πως λατρεύω να ‘μαι ζωντανή, λατρεύω να ζω τις στιγμές μου όπως έρχονται.
Δε φοβάμαι πώς κι αν θα μου φέρει η ζωή αυτά που θέλω, γιατί ξέρω πως στο τέλος ό,τι και να ‘ρθει, όπως και να έρθει, εγώ θα το αντικρίσω με τη ματιά που επιλέγω.
Κάνω άλλο έναν καφέ και δυναμώνω τη μουσική, ο τύπος ξαναβγήκε στο μπαλκόνι και μου έκλεισε το μάτι -μάλλον γουστάρει το τραγούδι μου. «Καλημέρα» μου φωνάζει κι ας είναι σχεδόν τέσσερις το απόγευμα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη