Σε έχω εδώ κι ένα χρόνο. 365 μέρες κοιμάσαι και ξυπνάς στο κρεβάτι μου, ανασαίνεις στο μαξιλάρι μου και μοιράζεσαι όλες αυτές τις μέρες σου μαζί μου.
Συνήθως βαριέμαι, ή για να είμαι πιο συγκεκριμένη, τους βαριέμαι. Όλους τους. Πάντα μετά από κάποιο σημείο μέσα στη σχέση θέλω να εξαφανιστώ, να φύγω, να μείνω μόνη μου. Όμως μαζί σου είναι αλλιώς. Εσένα δε σε βαριέμαι, εσένα σε θέλω. Κάθε μέρα πιο πολύ. Κάθε μέρα πιο έντονα.
Θέλω να είσαι οι καλημέρες και οι καληνύχτες μου. Τα ξενύχτια μου και οι φόβοι μου, τα ανοιχτά μου παράθυρα ένα πρωινό του Ιούνη κι οι αμπαρωμένες μου πόρτες στα μέσα του Δεκέμβρη.
Σε θέλω. Μ’ έναν πόθο που νιώθω πως δε θα σβήσει ποτέ. Και ξέρεις γιατί είμαι ακόμη μαζί σου; Ξέρεις; Γιατί πέρα απ’ την προσωπικότητα και όλα τα καλά σου, θέλω να σε βάλω κάτω και να σε ξεσκίσω, ακριβώς όπως την πρώτη μέρα που σε είδα σε εκείνο το συνοικιακό μπαράκι.
Και μέσα από σένα κατέληξα σ’ ένα από τα πιο όμορφα συμπεράσματα που έβγαλα ποτέ. Για να κρατήσεις τη φλόγα ζωντανή με εκείνον που είστε μαζί, πρέπει όταν τον βλέπεις να μπαίνει στο σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα στη δουλειά, να φαντάζεσαι να του βγάζεις αργά τα ρούχα και να τον έχεις όλο δικό σου. Να τον βλέπεις να κάθεται στη θέση δίπλα σου σ’ ένα δείπνο με φίλους και να θέλεις να τον φιλήσεις με τόσο πάθος που να χάσεις γύρω σου το χώρο και το χρόνο.
Να μη χορταίνεις τις νύχτες σας, να μη νοιάζεσαι αν πήγε τέσσερις το πρωί κι εσείς ακόμη είστε ξύπνιοι, να θέλεις να τον βάλεις κάτω και να τον ξεσκίσεις σε κάθε ευκαιρία, να τον χτυπήσεις στα ερμάρια, να τον φιλάς με πάθος, να μην αντέχεις να περιμένεις.
Είναι μικρές στιγμές που κάνουν, όχι μόνο την καρδιά σου να σκιρτά, αλλά και όλα τα κύτταρα στο σώμα σου. Να τον βλέπεις να έρχεται προς εσένα, ακόμη και μετά από ένα χρόνο που είστε μαζί, και να σε εξιτάρει το κλειστό του πουκάμισο που είναι κλεισμένο μέχρι πάνω στο λαιμό, να μην μπορείς να περιμένεις ν’ ανοίξεις τα κουμπιά ένα-ένα, να σε ανάβουν ακόμα και οι πιο μικρές του κινήσεις. Ένα νεύμα, ένα πονηρό χαμόγελο, ο τρόπος που βάζει άρωμα ή ο τρόπος που βάζει το χέρι του μπροστά στον ήλιο όταν οδηγάει ή ακόμη κι ο τρόπος που πιάνει το σβέρκο του μετά από μια άσχημη μέρα στη δουλειά.
Αν δεν υπάρχει αυτή η έλξη, αυτό το πάθος για τον απέναντι, αν δε νιώθεις όλο σου το σώμα να σείεται κάθε φορά που σ’ ακουμπάει, αν δεν ταράζεσαι ολοκληρωτικά κάθε φορά που αγγίζει τα πιο δικά σου σημεία στο σώμα σου, αν δεν τον φαντάζεσαι στη δουλειά κι ανάβεις, τότε άστο!
Ο έρωτας είναι πάθος, είναι σκέψεις αχαλίνωτες στα πιο ακατάλληλα μέρη, σκέψεις που δεν μπορείς να ελέγξεις όσο και να προσπαθήσεις, είναι η φαντασία σου που οργιάζει.
Κι αν θέλεις μία συμβουλή, μη δεχτείς ποτέ –Μ’ ακούς; Ποτέ!– να συμβιβαστείς με λιγότερα απ’ όσα σου είπα σήμερα εδώ. Οτιδήποτε λιγότερο μοιάζει με τον καφέ που μισείς το πρωί, μέτριο, χλιαρό και άνοστο.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου