Ξένος. Κάποιος που δε γνωρίζουμε, που δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν και για τη ζωή του. Κάποιος περαστικός στο δρόμο, κάποιος τυχαίος στη στάση του μετρό, κάποιος αδιάφορος στη διαδρομή για τη δουλειά.
Μέχρι που ο πιο ξένος απ’ όλους τους ξένους γίνεται ο άνθρωπός σου. Αντιφατικό. Κάπως ενοχλητικό. Πώς μπορεί να έγινε ο άνθρωπός σου ξένος; Μήπως ήταν από πάντα; Μήπως πήγες να τον κάνεις γνωστό, πολύ γνωστό, μα κάπου ξέφυγε;
Μες στην καψούρα και την καύλα, ίσως ξέχασες να τον μάθεις και να σε μάθει. Κι έρχεται η ώρα που επιβάλλεται να τον κατανοήσεις κι απορείς πώς γίνεται να μην ξέρεις τα βασικά. Προσπαθείς να καταλάβεις τι θα σκεφτόταν, μα δεν μπορείς. Δεν ξέρεις πώς αντιμετωπίζει τα προβλήματα, πώς τρέχει στις δυσκολίες, πώς ανοίγεται, πώς δίνεται, με τι εκνευρίζεται, με τι χαίρεται. Ξέρεις μόνο τι του αρέσει στο κρεβάτι και πώς είναι η γεύση απ’ το φιλί του.
Ξέρεις μόνο την επιφάνεια, η ουσία σου ξέφυγε. Σε ενδιέφερε να ζήσεις το πάθος, τη στιγμή, τα γέλια και τα ξενύχτια, τις φωνές, τα σφηνάκια και τις ποτάρες. Σε ενδιέφερε η μουσική στη διαπασών και τα χιλιόμετρα που έτρεχαν. Και δε σκέφτηκες πως για να το κρατήσεις –το οτιδήποτε– έπρεπε να βρεις το βάθος, το κάτι, το διαφορετικό, την ουσία.
Μπορεί και να έψαξες το κάτι, μα να κατάλαβες λάθος, μπορεί κι ο απέναντι να υποκρινόταν. Να τα παρουσίαζε όμορφα, σωστά, όλα στην εντέλεια. Να φαίνονταν όλα απλά, ενώ ήταν σύνθετα. Να φάνταζε αψεγάδιαστος. Ποιος είναι, στ’ αλήθεια, αψεγάδιαστος; Θα τα βάλεις με την αφέλεια που σε κυρίευσε. Με τη στάση της στιγμής. Με το προσπέρασμα. Εσύ, που όλα τα βλέπεις κι όλα τα προσέχεις. Εσύ, που έκανες διατριβή στα σήματα κινδύνου και στις κόκκινες σημαίες.
Κι ίσως είναι ξένος γιατί τον κατέβασες απ’ το θρόνο που τον έβαλες χωρίς λόγο. Τον έστεψες χωρίς να ‘χεις όλα τα διαπιστευτήρια να το δικαιολογήσεις. Δεν έμαθες ακόμη πως δυο σπινθηροβόλα μάτια κι ένα όμορφο χαμόγελο δεν είναι αρκετά για μια στέψη. Δεν έμαθες πως ό,τι βλέπεις τον πρώτο καιρό, είναι μια καλογυαλισμένη βιτρίνα. Δεν έμαθες να διαλέγεις τους εστεμμένους σου σωστά. Και τώρα που η βιτρίνα έπεσε, που έψαξες το κάτι παραπάνω και δεν το βρήκες εκεί, τώρα έμεινε ο θρόνος άδειος κι εσύ να μην έχεις κανέναν να θαυμάζεις. Κι έμεινες να κοιτάζεις έναν άγνωστο να φεύγει απ’ το παλάτι σου.
Ξένος. Κάποιος που μοιράστηκες το κρεβάτι σου μαζί του. Κάποιος που ονειρεύτηκες μαζί του. Κάποιος που αφιέρωσες τα Σάββατα και τις Κυριακές σου. Κάποιος που ίσως δεν μπορούσες να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς αυτόν.
Δεν μπορούσες να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς αυτόν; Και τώρα αυτό που ζεις τι είναι; Ζωή δεν είναι; Και καλύτερη απ’ την προηγούμενη. Γιατί τώρα ζεις με κάποιον που γνωρίζεις, εσένα. Είναι χειρότερο να ζεις τον έρωτα διαρκώς με κάποιον ξένο. Γιατί μια μέρα θα γυρίσεις να κοιτάξεις δίπλα σου και δε θα ξέρεις αυτόν που θ’ αντικρίσεις.
Ξένος. Κάποιος που παραλίγο να γίνει ο άνθρωπός σου, μα τη γλύτωσες!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη