Εύκολο να κρίνουμε στις μέρες μας. Πανεύκολο να σηκώσουμε το δάχτυλο σχολιάζοντας τους γύρω μας, ξεχνώντας για λίγο τα δικά μας φορτία, κι ίσως και να βρίσκουμε παρηγοριά στο να παίζουμε τους δικαστές στις ζωές των άλλων, με κατηγορούμενους και δικηγόρους.
Συχνός στόχος το co-parenting, γονείς που μένουν μαζί με μοναδικό σκοπό να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, αναγνωρίζοντας πως δεν έχουν μέλλον οι δυο τους. Μεγαλύτερος κι απαιτητικότερος ο στόχος όταν αυτοί οι δυο γονείς έχουν πια άλλους συντρόφους στις ζωές τους, αλλά συνεχίζουν να ζουν κάτω απ’ την ίδια στέγη, έτσι ώστε να μη λείψει κανείς απ’ τους δύο απ’ τα βλαστάρια τους.
Απ’ τη μία στοχοποιούνται, διότι η κατάστασή τους μπορεί να θεωρηθεί κάτι μη συνηθισμένο, το διαφορετικό κι ίσως για κάποιους ακόμη κι ανορθόδοξο, περίεργο. Μα, απ’ την άλλη, μπορεί να θεωρηθεί μια θυσία, μια υπέρβαση, μια μυστική συμφωνία μεταξύ των δυο γονιών που τους καθιστά ίσως ακόμη κι ήρωες. Ήρωες διότι η ευτυχία, η ψυχική ισορροπία, η προστασία κι η σωστή ανατροφή του παιδιού τους έχουν θέση πολύ υψηλότερη από αυτήν της δικής τους προσωπικής ευτυχίας.
Οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν ένα ζευγάρι στο co-parenting είναι πολλοί. Ίσως θεωρούν ορθότερο να μεγαλώνει το παιδί και με τους δυο γονείς στο σπίτι, ίσως πάλι για πρακτικούς λόγους κανείς απ’ τους δυο να μην μπορεί να φύγει απ’ αυτό. Μα οποιοσδήποτε λόγος και να οδήγησε ένα ζευγάρι σ’ αυτήν την απόφαση, εκείνη πρέπει να ‘ναι σεβαστή.
Αλίμονο αν σ’ αυτήν τους την επιλογή δεν υπήρχαν κι οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Εφόσον, λοιπόν, οι δυο γονείς δε δημιουργούν μια εχθρική ατμόσφαιρα στο σπίτι, εφόσον προσπαθούν να παραμένουν φίλοι και σέβονται ο ένας τον άλλον, τότε το co-parenting δεν έχει κανέναν λόγο να επικρίνεται. Στόχος είναι το παιδί να μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον καλύτερο και πιο υγιές απ’ αυτό που θα προσφερόταν αν δυο γονείς ήταν και πρακτικά χωρισμένοι. Κι εδώ είναι που εκείνοι πρέπει να πάρουν μία δύσκολη απόφαση, αν τελικά ο χωρισμός και το να μένουν πλέον σε δύο διαφορετικά σπίτια θα ήταν καλύτερο για το παιδί τους.
Αυτή είναι μία απόφαση προφανώς αλλιώτικη για το κάθε ζευγάρι. Οι άνθρωποι δεν είναι όλοι οι ίδιοι, ούτε όλες οι σχέσεις. Δεν υπάρχει κάποια συνταγή, ούτε βήματα να ακολουθήσουν. Έτσι, κάθε περίπτωση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά, με την απαραίτητη σοβαρότητα κι υπευθυνότητα. Το γεγονός ότι οι δυο γονείς πιθανόν να έχουν διαφορετικούς συντρόφους, αυτό είναι κάτι που αφορά αποκλειστικά τον καθένα από αυτούς και, προς Θεού, δεν είναι κάτι κατακριτέο. Είναι, βεβαίως, κάτι που πρέπει να χειριστούν ανάλογα, μα σίγουρα δεν είναι απαγορευτικό για τη συγκατοίκησή τους.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι καθήκον καθενός από εμάς να ξέρει πως οι άνθρωποι κάνουν ό,τι θεωρούν σωστό τόσο για τους ίδιους όσο και για την οικογένειά τους. Οι αποφάσεις που όλοι μας παίρνουμε είναι αποφάσεις που σκεφτήκαμε εις βάθος, αποφάσεις που κρίνουν το μέλλον μας, αποφάσεις ζωής.
Κανείς μας, λοιπόν, δεν είναι σε θέση να κρίνει –πόσο μάλλον να κατακρίνει– τέτοιες αποφάσεις. Διότι ακόμη κι όταν κάποιος βρίσκεται σε μια παρόμοια κατάσταση με κάποιον άλλον, οι δύο καταστάσεις δεν είναι ποτέ οι ίδιες, ούτε καν στο ελάχιστο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη