Αναρωτηθήκαμε, άραγε, ποτέ για τα προβλήματα κάποιων απ’ τους ανθρώπους γύρω μας; Προβλήματα που ίσως εμείς να θεωρούμε ασήμαντα ή ακόμη κι αόρατα για μας. Προβλήματα που ίσως κάποτε σχολιάσαμε, κρίναμε και κατακρίναμε δίχως να ‘χουμε καμία βαθύτερη γνώση και κανένα δικαίωμα.

Ένα από αυτά είναι η κλεπτομανία. Τα άτομα που πάσχουν από αυτήν την ψυχική διαταραχή –γιατί όντως για μία ψυχική ασθένεια πρόκειται, συγκεκριμένα διαταραχή του ελέγχου των παρορμήσεων– έχουν την παθολογική τάση και την ανάγκη να κλέψουν κάτι (συνήθως ευτελούς αξίας), να αποκτήσουν κρυφά κάτι που δεν είναι δικό τους, έτσι ώστε να γεμίσουν κάποιο εσωτερικό κενό ή ακόμη και για να κατευνάσουν μια αναστάτωσή τους μέσα από αυτήν την επιθυμία τους. Πολλοί μάλιστα αναφέρουν ότι μία φωνή μέσα τους τους παροτρύνει να κλέψουν κάτι, το οτιδήποτε.

Εδώ είναι σημαντικό να ξεχωρίσουμε την κλοπή αντικειμένων που αφορούν την επιβίωση, όταν κάποιος άνθρωπος δηλαδή προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες γιατί έχει ανάγκη από φαγητό κι από προμήθειες πρώτης ανάγκης. Κλεπτομανία δεν είναι το να κλέβει κάποιος επειδή χρειάζεται το συγκεκριμένου αντικείμενο, αλλά η ανάγκη να κλέψει για να καλύψει ένα κενό που δεν υπάρχει, ένα κενό που δημιουργεί ο ίδιος.

Έχει αναφερθεί ότι η κλεπτομανία αποτελεί μία μορφή κατάθλιψης ή είναι μία συνέπεια συμπεριφοράς κάποιου ατόμου με κατάθλιψη. Ακόμη, όπως υποστηρίζεται, μία σοβαρή απώλεια στη ζωή κάποιου ίσως πυροδοτήσει την ανάγκη αυτή, η οποία μπορεί να μείνει στο άτομο αυτό για πολύ καιρό -ακόμη κι αν συλληφθεί για κλοπή. Η ψυχοσύνθεση κι η παθολογία κάποιου ατόμου με κλεπτομανία είναι παρόμοια με αυτήν κάποιου ανθρώπου εθισμένου στα ναρκωτικά ή στο αλκοόλ. Θυμίζει, δηλαδή, άνθρωπο εξαρτημένο. Μόνο που στην περίπτωση της κλεπτομανίας, οι άνθρωποι είναι εθισμένοι όχι τόσο στα αντικείμενα που κλέβουν αλλά στο προσωρινό αίσθημα της πληρότητας και την αδρεναλίνη που νιώθουν κάνοντας μία τέτοια πράξη.

Είναι ακόμη γεγονός πως οι κλεπτομανείς νιώθουν τύψεις ή ενοχές μετά απ’ τις πράξεις τους, συναισθήματα που συχνά δεν μπορούν να ελέγξουν ή να σταματήσουν. Γι’ αυτό και χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη ή ακόμη και φαρμακευτική αγωγή για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μία τέτοια κατάσταση.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι τέτοιες συμπεριφορές εμφανίζονται συχνότερα γύρω μας απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε. Καλό θα ήταν όλοι μας να ‘μαστε λιγάκι πιο συνειδητοποιημένοι και λιγάκι πιο παρόντες στο τι συμβαίνει γύρω μας. Αντί να επικρίνουμε και να δακτυλοδείχνουμε ανθρώπους, ίσως θα ήταν καλύτερο να προσπαθήσουμε να τους βοηθήσουμε και να τους δείξουμε έναν δρόμο που θα μπορούμε πιθανόν να τους απελευθερώσει.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι κανένας εθισμένος δεν είναι από επιλογή εθισμένος. Ναι μεν κάποιοι από εμάς έχουν την τάση να εθίζονται είτε ευκολότερα είτε πιο δυνατά από κάποιους άλλους, αλλά δεν παύουν να ‘ναι έρμαια των παθών τους. Κανείς δεν αξίζει να χάνει την αξιοπρέπειά του λόγω της αδυναμίας του χαρακτήρα του ή της έλλειψης βοήθειας απ’ τους ανθρώπους γύρω του αλλά κι απ’ την ίδια την κοινωνία.

Ας μην ξεχνάμε ότι η κοινωνία αποτελείται απ’ τον καθένα μας ξεχωριστά και πλάθεται στα μέτρα μας. Αν, λοιπόν, ευαισθητοποιηθούμε όλοι στον ελάχιστο βαθμό, μπορούμε να κάνουμε τη μέγιστη διαφορά στη ζωή πολλών συνανθρώπων μας.

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη