Μεγαλώνουμε κι οι άνθρωποί μας όλο και λιγοστεύουν. Μένουν δίπλα μας λίγοι, αυτοί που πραγματικά αξίζουν. Χιλιοειπωμένο, θα σκεφτείς και θα ‘χεις δίκαιο. Σήμερα, όμως, δε γράφω ούτε για να δώσω συμβουλές για το ποιον να έχεις δίπλα σου ούτε για να σου υποδείξω ποιο είναι το μυστικό για μια επιτυχημένη φιλία. Σήμερα γράφω για να πω ένα ευχαριστώ στους δικούς μου ανθρώπους.
Σ’ εκείνους που δεν κοίταξαν αμήχανα το άπειρο όταν τους είπα πως απέτυχα. Σ’ εκείνους που είχαν πάντα μια λύση έτοιμη. Σ’ εκείνους που στάθηκαν κεριά αναμμένα για να μη χάσω το δρόμο μου. Σ’ εκείνους που περίμεναν. Σ’ εκείνους που, ούτε για μία στιγμή, δε σώπασαν. Σ’ εκείνους που, αν και δεν μπορούσα να μιλήσω, κάθισαν μαζί μου μέχρι να βρω το κουράγιο μου. Σ’ εκείνους που γέλασαν με την επιτυχία μου. Σ’ εκείνους που έτρεξαν όταν ο κόσμος μου ξαφνικά σταμάτησε. Σ’ εκείνους που όποτε κοίταζα, τους έβρισκα πάντα δίπλα μου.
Δύσκολα βρίσκεις τέτοιους ανθρώπους και το παραδέχομαι. Είμαι, λοιπόν, τυχερή και θα ήμουν άδικη αν δεν το αναγνώριζα, αν δεν αφιέρωνα τουλάχιστον λίγο χρόνο για να προσπαθήσω να τους δώσω να καταλάβουν πόσα πολλά σημαίνουν για μένα.
Όλοι έχουμε περάσει ζόρια, άλλοι λίγα κι άλλοι πολλά. Όμως για τον καθένα από μας το δικό του φορτίο μοιάζει πάντα το πιο βαρύ. Κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Όταν, λοιπόν, η δική μου πλάτη έμοιαζε βαριά κι ασήκωτη, όταν το μυαλό μου θόλωνε, όταν έψαχνα να βρω πού έκανα λάθος, τότε ένιωσα μια αγκαλιά. Κι ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν.
Ούτε λόγια ήθελα ούτε πολύτιμες συμβουλές. Ήθελα μια αγκαλιά μέχρι να βρω ξανά το βήμα μου. Μια ανάσα. Ήθελα ένα τόσο δα μικρό διάλειμμα. Σαν κάποιος να πατήσει ξαφνικά το pause. Τα χέρια που με κράτησαν το ήξεραν. Περίμεναν μέχρι να ανασάνω -ίσως και να κλάψω. Κατάλαβαν ότι έπρεπε μόνη μου να βρω τη λύση. Και τέτοιες αγκαλιές δε βρίσκονται συχνά.
Κι όταν βρήκα τι έπρεπε να κάνω κι όταν ανακάλυψα επιτέλους τι έφταιγε, τότε τα χέρια αυτά μου έγραψαν λύσεις. Μου έφτιαξαν λίστες με σωστές απαντήσεις. Με γέμισαν με πιθανά σενάρια. Ξενύχτισαν μαζί μου. Άκουσαν ξανά και ξανά τους ατελείωτους μονολόγους μου. Και δεν κουράστηκαν, και δεν παραπονέθηκαν, και δε με παράτησαν. Και με εμψύχωσαν, με χειροκρότησαν, με παρότρυναν. Και μου έδειξαν πώς, και μου μίλησαν, και δε μου άφησαν το χέρι ούτε για να ξεκουραστούν.
Κι όταν έπρεπε ν’ αποφασίσω επιτέλους, δε φώναξαν ούτε εκνευρίστηκαν. Δεν τα παράτησαν, δεν ξαφνιάστηκαν. Κι όταν αποφάσισα λάθος, δε μου χάιδεψαν τ’ αφτιά, με έστησαν στον τοίχο, με ταρακούνησαν. Κι όταν αποφάσισα σωστά, με κατάλαβαν, μου χαμογέλασαν.
Κι όταν ήρθε η ώρα που πέτυχα, τα χέρια αυτά έγιναν γιορτή. Ένας τεράστιος καθαρός ουρανός, έγιναν ήλιος για να μου δείξουν ότι οι καλύτερες μέρες είναι ακόμη μπροστά μας. Έγιναν αστέρια να φωτίζουν τα σωστά μου, που τα είχα ξεχάσει. Έγιναν ξενύχτια, και μεθύσια, και γέλια, και φωνές.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί στον καθένα. Είναι οικογένεια ακόμα κι αν δεν έχουμε το ίδιο αίμα. Γιατί μας ενώνουν τόσα πολλά πιο σημαντικά. Μας ενώνουν οι βόλτες μας κι οι συζητήσεις μας. Μας ενώνουν τα βλέμματα, τα καλοκαίρια μας. Μας ενώνουν οι συμβουλές, οι τσακωμοί μας. Τα τηλεφωνήματα όποτε να ‘ναι. Μας ενώνουν οι αυθορμητισμοί.
Μα πάνω απ’ όλα μας ενώνουν οι αγκαλιές. Οι αγκαλιές που κρύβουν μέσα τους όλη τη δύναμη του κόσμου. Τόση, ώστε να φτάσει μέχρι την επόμενη. Εκείνη η δύναμη που σου δίνεται τόσο απλόχερα, τόσο φυσικά. Κι όμως είναι σπάνια, μοναδική και μαγική. Είναι η δύναμη που μπορεί να σου επουλώσει όλες τις πληγές.
Η δύναμη που μπορεί να σε φτιάξει πάλι απ’ την αρχή. Σε όσα κομμάτια κι αν έχεις σπάσει.
Ευχαριστώ, λοιπόν!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη