Κάθεται απέναντί μου στο τραπέζι. Φοράει άσπρα, έχει ανεβασμένα μανίκια και ηλιοκαμένο δέρμα. Με κοιτάζει με μάτια περίεργα γεμάτα, με μάτια που φωνάζουν «σε θέλω». Όχι, «σ’ αγαπάω», όχι «σε νοιάζομαι», μα «σε θέλω».
Μη με πάρεις στραβά, το να υπάρχει κάποιος σε μία σχέση ολοκληρωμένη πάει να πει πως χτίζει την αγάπη και το νοιάξιμο, τον σεβασμό και την εκτίμηση. Κι όσο περνάει ο καιρός αυτές οι αξίες ριζώνουν όλο και περισσότερο μέσα στη σχέση αυτή. Αυτό είναι όρος απαράβατος και θα έπρεπε -αν αυτή η σχέση είναι όντως για μας- να είναι και αναπόφευκτο. Κι αν στην τελική δε συμβούν αυτά, τότε μάλλον η σχέση διαλύθηκε πριν καν το καταλάβουμε.
Μα αυτό δε σημαίνει πως το πάθος και ο έρωτας δεν είναι μέρος της εξίσωσης. Αυτό δε σημαίνει πως αυτοί οι δυο άνθρωποι που βρίσκονται μαζί σε μία κοινή πορεία και σε μία σχέση πρέπει να υπάρχουν σ’ αυτήν ως δυο πολύ καλοί φίλοι. Πρέπει να φωνάζουμε πως θέλουμε τον απέναντι, πως τον γουστάρουμε. Κι αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε μόνο και μόνο επειδή «πρέπει». Το αληθινό συναίσθημα είναι αυτό που βγαίνει προς τα έξω αβίαστα, χωρίς κανείς να το κυνηγήσει, χωρίς κανείς να το ακολουθήσει. Μα μόνο του ξεχειλίζει μέσα από τα μάτια μας, μέσα από τις μικρές κινήσεις μας, μέσα από τα αγγίγματα μέσα στη νύχτα, μέσα από τα «καλημέρα», μέσα από τα «δεν μπορώ να κοιμηθώ χωρίς εσένα».
Κι αυτά δεν είναι μελό, δεν είναι παραμύθια που τα βρίσκουμε μόνο σε βιβλία, ούτε είναι ασήμαντοι ρομαντισμοί. Δεν πίστεψα ποτέ μου στον ρομαντισμό, ούτε είμαι τρομερά συναισθηματικός άνθρωπος. Μα πιστεύω βαθιά, πως τα «σε θέλω» μας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σχέσης μας.
Κι όταν λέω τα «σε θέλω», δεν εννοώ κατά κανόνα το κρεβάτι μας. Το να νιώθουμε πως θέλουμε κάποιον τόσο πολύ, δε σημαίνει απαραίτητα πως τον φανταζόμαστε ξαπλωμένο. Σημαίνει πως θέλουμε να κολλάμε πάνω του στις βόλτες μες στο κατακαλόκαιρο, πως θέλουμε να νιώθουμε την ανάσα του κάθε βράδυ στο δίπλα μαξιλάρι, πως θέλουμε να του μιλάμε για όλα τα άσχετα που περνούν απ’ το μυαλό.
Το να θέλουμε κάποιον σημαίνει να μας πιάνεται η ανάσα κάθε φορά που ξέρουμε πως θα τον δούμε, σημαίνει να ονειρευόμαστε μαζί του ταξίδια, κοινά σπίτια κι απογεύματα στη βεράντα με κρασιά. Σημαίνει να βλέπουμε την πορεία μας σαν κοινή γραμμή κι όχι σαν παράλληλες ευθείες.
Γι’ αυτό η μόνη διέξοδος των «σε θέλω» είναι να φωνάζονται, να σπάνε παράθυρα απ’ τον ήχο τους, να δείχνονται, να μην κρύβονται, να ξεχειλίζουν από μέσα μας, να τα αφήνουμε στο τραπέζι σαν να ήταν τα τσιγάρα μας. Να μπορεί ο απέναντι να τα κοιτάξει, να τα ενώσει με τα δικά του, να μπορεί να τα ανακαλύπτει, να τα κόβει στη μέση να δει αν είναι αληθινά.
Κι όταν αυτά τα «σε θέλω» είναι κοινά και στην ίδια ένταση, τότε μπορούν οι δυο εκείνοι άνθρωποι να αποκαλέσουν τους εαυτούς τους τουλάχιστον τυχερούς. Γιατί είναι εύκολο να πούμε πως αγαπάμε, πως νοιαζόμαστε, πως προσπαθούμε, το δύσκολο είναι να θέλουμε και ακόμη πιο δύσκολο να θέλουμε αληθινά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου