Κατέφτασαν πια αυτές οι γιορτινές μέρες για τις οποίες μικροί και μεγάλοι μετράνε αντίστροφα από τον Οκτώβρη ακόμα. Αυτές οι μέρες που έχουν άρωμα μελομακάρονου και ζεστής σοκολάτας. Χρώμα χιονιού και άχνης ζάχαρης. Ήχους γέλιων και τραγουδιών. Τη θαλπωρή σπιτιών που γεμίζουν ανθρώπους που επιστρέφουν για να γιορτάσουν με τους αγαπημένους τους. Όμορφο και ζεστό πορτραίτο, μέσα στο κρύο του Δεκέμβρη, από το οποίο δε θα μπορούσε ποτέ να λείπει η εμβληματική μορφή του πολυαγαπημένου, στοργικού, ντυμένου στα κόκκινα παππού με τη λευκή γενειάδα που φέρνει δώρα στα παιδιά.
Κι ενώ απολαμβάνουμε αυτήν τη μαγεία των Χριστουγέννων μία ερώτηση αρκεί για να χτυπήσει την πόρτα η πραγματικότητα. Φράση ξεστομισμένη από χείλη παιδικά και μάτια γεμάτα απορία: «Υπάρχει Άγιος Βασίλης;» ή «Είναι αληθινός ο άγιος Βασίλης;». Τότε έρχεται η πρώτη σαστιμάρα. Και αναρωτιέσαι τι πρέπει να απαντήσεις. Αναρωτιέσαι τι είναι έτοιμο να δεχτεί και να ακούσει ένα παιδί που μέχρι πέρυσι έβαζε γάλα και μπισκότα κάτω από το δέντρο για να τα βρει ο Άγιος Βασίλης. Που προσπαθούσε να μείνει ξύπνιο ως αργά για να τον προλάβει και να τον δει και κατέληγε να αποκοιμιέται στον καναπέ. Που έτρεχε τρισευτυχισμένο πριν ακόμη ξημερώσει για να δει αν είναι το δώρο του εκεί και αν είναι πράγματι αυτό που είχε ζητήσει στο γράμμα του. Πώς να απαντήσεις χωρίς να καταστρέψεις αυτή τη μαγεία;
Η πλειονότητα των ειδικών της αναπτυξιακής ψυχολογίας έρχονται να ξεκαθαρίσουν πως τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν είναι κατά κανόνα ακόμα σε θέση να διακρίνουν την πραγματικότητα από τη φαντασία. Η ικανότητά τους αυτή έρχεται συνήθως κατά προσέγγιση κοντά στο όγδοο έτος της ηλικίας τους κατά το οποίο αρχίζουν να κάνουν λογικούς συνειρμούς και σε συνδυασμό με την έναρξη της σχολικής ζωής είναι πολύ πιθανό να αντιληφθούν και να ανακαλύψουν τα ίδια από μόνα τους πως ο Άγιος Βασίλης είναι μια επινοημένη μορφή, ένα παραμύθι των Χριστουγέννων.
Παρόλα αυτά, μπορεί η συνειδητοποίηση να μη συντελεστεί έτσι από μόνη της όσο μεγαλώνει ένα παιδί και είναι εξαιρετικά πιθανό να προκύψει μία τέτοια συζήτηση. Είναι απολύτως λογικό και αναμενόμενο οι γονείς να έχουν αμφιβολίες ως προς το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να προσεγγίσουν το θέμα. Το δίλημμα έγκειται στο αν οφείλουν να διατηρήσουν και να προστατεύσουν την παιδική αθωότητα και τη μαγεία των Χριστουγέννων συνεχίζοντας να τρέφουν την πίστη στον μύθο αυτό, ή αν πρέπει να σταθούν ειλικρινείς απέναντι στα παιδιά τους προκειμένου να μην αισθανθούν αυτά εξαπατημένα και να μην κλονιστεί η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους.
Γίνεται κατά κανόνα δεκτό πως από τη στιγμή που ένα παιδί θα θέσει ένα τέτοιο ερώτημα έχει ήδη αρχίσει μέσα του να αμφιβάλει και να αμφισβητεί την αλήθεια αυτού του παραμυθιού και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο στρέφεται προς τον γονιό –τον ενήλικα που αγαπά και εμπιστεύεται- ώστε να του απαντήσει και να λύσει τις απορίες του. Είναι σημαντικό αυτή η εμπιστοσύνη να μην προδοθεί και επομένως πρέπει σε κάθε περίπτωση να ειπωθεί η αλήθεια.
Ωστόσο, όταν μιλάμε για αλήθεια δεν εννοούμε μια ισοπεδωτική και ξερή απάντηση που απλά αρνείται την ύπαρξη του Άγιου Βασίλη. Έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος με τον οποίο θα απευθυνθούμε στα παιδιά. Μία ορθή ομολογουμένως προσέγγιση είναι αυτή που δίνει έμφαση στο στοιχείο της παράδοσης, της συμβολικής δύναμης και του αξιακού υποβάθρου που ενυπάρχει στο παραμύθι του Άγιου Βασίλη. Ναι, μεν αναιρούμε την εικόνα που μέχρι στιγμής παρουσιάζαμε και αρνούμαστε την ύπαρξή του ως φυσικό πρόσωπο αλλά όχι το μήνυμα που θέλει να προσδώσει. Αυτό που ουσιαστικά υποτίθεται ότι κάνει ο Άγιος Βασίλης, είναι να μοιράζει και να χαρίζει δώρα στα παιδιά αποτελώντας με αυτόν τον τρόπο σύμβολο αγάπης και προσφοράς, γενναιοδωρίας και καλοσύνης. Και η ιστορία του μπορεί ακριβώς να αποτελέσει μέσο για τη διδαχή αυτών των αξιών. Μπορούμε να αφηγηθούμε για παράδειγμα την ιστορία του Αγίου Βασιλείου στην Καισαρεία που επέστρεφε σε πίτες τα πολύτιμα αντικείμενα-χρυσαφικά των ανθρώπων που είχαν καταβάλει αυτοί ως φόρο, ή την ιστορία του Αγίου Νικολάου που μοίραζε δώρα στα ορφανά παιδάκια (ανάλογα ο καθένας φυσικά με τη θρησκεία- κουλτούρα που αποδέχεται και ακολουθεί).
Από την άλλη πλευρά, μπορούμε να αφηγηθούμε απλώς όπως θα κάναμε με οποιοδήποτε άλλο κλασικό παραμύθι κλείνοντας με την αξία της προσφοράς και λέγοντας πως στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι ότι και εμείς οι άνθρωποι εθιμοτυπικά θέλοντας να εκφράσουμε την αγάπη μας στους ανθρώπους μας, όπως ακριβώς κάνει ο Άγιος Βασίλης στο παραμύθι, έτσι κι εμείς αγοράζουμε δώρα για να τους τα προσφέρουμε.
Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δε χάνεται η μαγεία, αλλά μεταφέρουμε το μήνυμα στα παιδιά πως η μαγεία και αυτό που αποκαλούμε πνεύμα των Χριστουγέννων βρίσκεται στην πραγματικότητα όχι στο υπερφυσικό στοιχείο, στον χοντρό παππούλη που κατεβαίνει καμινάδες, στους ταράνδους που πετάνε και τα ξωτικά, αλλά στην κίνηση, στη σκέψη και στην προσπάθεια που καταβάλουμε για να δούμε χαρούμενους αυτούς που αγαπάμε.