

«Είναι δικό μου»
«Δικό»
«μου».
Κάπως έτσι και μέσα σε μόνο λίγες λέξεις θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς την έννοια της κτητικότητας. Αν θέλαμε να προσδώσουμε έναν ορισμό θα λέγαμε, πως είναι η συνθήκη κατά την οποία ένα άτομο νιώθει την ανάγκη να καταστήσει κάτι στην κατοχή του, να το χαρακτηρίσει ως δικό του, να αισθανθεί πως του ανήκει. Πρόκειται για ένα στοιχείο προσωπικότητας που αφενός, όπως όλα τα χαρακτηριστικά, υφίσταται σε διαβαθμίσεις και αφετέρου κατευθύνεται και προσδιορίζει σχέσεις τόσο μεταξύ προσώπων και αντικειμένων, όσο και αμιγώς διαπροσωπικές σχέσεις.
Κτητικό είναι το 3χρονο παιδάκι που θα ουρλιάξει με δάκρυα στα μάτια «είναι δικό μου» όταν ένα άλλο παιδάκι θα θελήσει να παίξει με το παιχνίδι του. Και τότε είναι που θα συνειδητοποιήσουν οι γονείς ή η δασκάλα πως έχει έρθει η ώρα να διδαχθεί την αξία του να μοιράζεται. Κτητικός είναι και εκείνος ο φίλος που τον πιάνει μια ψύχωση με τα πράγματά του και που κάθε φορά που ακουμπάς κάποιο δικό του αντικείμενο σε αγριοκοιτάει και σου λέει «μπορείς να μην πειράζεις τα πράγματά μου;». Κτητικός όμως είναι και ο άλλος ο φίλος, που ξαφνικά αλλάζει η διάθεσή του και δείχνει να ενοχλείται όταν συνειδητοποιεί ότι δεν είναι η μοναδική σου παρέα και ότι συναναστρέφεσαι και αλληλεπιδράς και άλλα άτομα εκτός από αυτόν. Κτητικός είναι και εκείνος ο σύντροφος που προσπαθεί να σε θέσει υπό τον έλεγχό του και να επιβλέπει και να επιτηρεί τις κινήσεις σου ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Το γεγονός πως μία κτητική συμπεριφορά μπορεί να εξωτερικευθεί σε διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις και περιπτώσεις και να αναπτυχθεί μεταξύ προσώπων που διατηρούν σχέσεις διαφόρων δυναμικών, υποδεικνύει πως η κτητικότητα ως στοιχείο του χαρακτήρα ενός ατόμου δεν είναι τίποτα άλλο παρά η κορυφή του παγόβουνο και υποκρύπτει αλλά βαθύτερα ζητήματα και θέματα που την πυροδοτούν. Θέματα μάλιστα που διαφοροποιούνται αναλόγως της οπτικής που θα επιλέξει κανείς να εξετάσει την κτητικότητα.
Στην περίπτωση, για παράδειγμα, της εμμονής κάποιου με τα πράγματά του και την απέχθειά του στο να τα αγγίζουν άλλοι άνθρωποι, είναι συχνό το φαινόμενο να βρίσκεται από πίσω εδραιωμένη στο μυαλό του εκάστοτε αυτού προσώπου μια υλιστική-καταναλωτική νοοτροπία και στάση ζωής. Μια λανθασμένη σύνδεση μεταξύ του αξίζειν και του κατέχειν, που προσανατολίζει κάποιον στην υπερβολική προσκόλληση με τα υλικά αγαθά, στην επιδίωξη απόκτησης όλο και περισσότερων αντικειμένων και στη δημιουργία και διατήρηση μιας ψευδαίσθησης πως μέσα από την κατοχή όλου αυτού του «θησαυρού» λαμβάνει ο ίδιος ως άτομο περισσότερη αξία.
Από την άλλη, εξίσου συχνά, είναι πιθανό να υποβόσκει κάποια ελιτιστική αντίληψη και φιλοσοφία. Στην περίπτωση αυτή, η προσκόλληση με τα υλικά δεν αφορά την κατοχή κοινών πραγμάτων, αλλά αντιθέτως έχει να κάνει με πράγματα συνήθως αρκετά μεγάλης αξίας, δυσεύρετα και συλλεκτικά. Υπάρχει εδώ κατά μία έννοια ένα σύνδρομο ανωτερότητας που πρέπει να εξυπηρετηθεί και το οποίο εν τέλει ικανοποιείται μέσα από την απόκτηση αντικειμένων τα οποία δεν είναι προσιτά στον περισσότερο κόσμο και από τη δημιουργία αυτής της απόστασης ότι «εγώ μπορώ και το έχω και εσύ όχι». Επιπλέον, η προσήλωση στα υλικά αγαθά συχνά υποδηλώνει δυσλειτουργικές διαπροσωπικές σχέσεις, από τις οποίες το άτομο δεν είναι ευχαριστημένο, δε λαμβάνει την ψυχική και συναισθηματική σταθερότητα και εγγύτητα που όφειλαν να του παρέχουν οι σχέσεις αυτές και το κενό των οποίων επιχειρεί να καλύψει μέσα από τη σύνδεση με άψυχα αντικείμενα. Αυτός είναι και ο λόγος που αναπτύσσει κτητικά αισθήματα απέναντι σε αυτά. Ο φόβος μην του τα πάρουν, μην τα χάσει όπως συνέβη και στις σχέσεις του.
Κινούμενοι, επομένως, πλέον στο πεδίο των ανθρωπίνων σχέσεων, η κτητικότητα ιδωμένη υπό το πρίσμα αυτό, συνήθως εκκινείται από τον φόβο της εγκατάλειψης και της απώλειας αλλά και από το άγχος της μοναξιάς και την ύπαρξη ανασφαλειών. Ίσως, από παρελθοντικά βιώματα κατά την παιδική ηλικία ή και λόγω προβληματικών και ασταθών σχέσεων μεταξύ γονιού-παιδιού, είναι σύνηθες φαινόμενο ενόψει αυτών, να αναπτύσσει ένα άτομο αίσθημα αβεβαιότητας για τις προσωπικές του σχέσεις και να ανησυχεί μήπως αυτές καταρρεύσουν. Από την άλλη ένας άλλος λόγος εξαιτίας του οποίου ένα πρόσωπο καθίσταται κτητικό με τους ανθρώπους που εμπλέκεται συναισθηματικά είναι η ανασφάλεια για τον ίδιο του τον εαυτό και η έλλειψη αυτοπεποίθησης.
Υφίσταται σε αυτήν την περίπτωση ένα σύνδρομο κατωτερότητας το οποίο επιβάλλει στο άτομο να πιστέψει πως δεν είναι αρκετός και πως στο ενδεχόμενο που θα εισέλθει στο προσκήνιο ένα νέο άτομο π.χ ένας νέος φίλος, στη σύγκριση με τον καινούριο αυτό άνθρωπο θα φανεί λίγος, δε θα είναι πλέον η πρώτη επιλογή και θα χάσει τον φίλο ή τον σύντροφό του. Αυτός είναι και ο λόγος που γίνεται κτητικός και νιώθει την ανάγκη, να εκτοπίσει έναν πιθανό αντίπαλο και να μην επιτρέψει την παρεμβολή άλλου ατόμου. Τέλος, περίπτωση που συναντάται συχνότερα στις σχέσεις μεταξύ συντρόφων και που αποτελεί κατάλοιπο πατριαρχικών αντιλήψεων και πεποιθήσεων, είναι η περίπτωση που ο ένας σύντροφος γίνεται κτητικός απέναντι στον άλλον, διότι έχει σχηματισμένη την εντύπωση στο μυαλό του, πως ο σύντροφός του από τη στιγμή που έλαβε τον «τίτλο» αυτόν, κυριολεκτικά του ανήκει και οφείλει να ακολουθεί την πορεία που ο άλλος έχει επιλέξει· από το τι δουλειά θα κάνει, στο πόσα χρήματα θα ξοδεύει και από το κάθε πότε θα βγαίνει μέχρι με το ποια άτομα «επιτρέπεται» να κάνει παρέα.
Συνεπώς, η κτητικότητα ως στοιχείο του χαρακτήρα κάποιου, μπορεί πράγματι να εκτείνεται από ένα εκκεντρικό «Μην αγγίζεις τα πράγματά μου», σε μούτρα και ακραία σκηνικά ελέγχου και καταπίεσης, γεγονός που καθιστά την κατάσταση προβληματική, τοξική και κάποιες φορές επικίνδυνη. Σε κάθε περίπτωση είναι μία συμπεριφορά, εφαλτήρια της οποίας είναι αίτια βαθύτερα, και που για να αντιμετωπισθεί θα πρέπει η λύση να αναζητηθεί στα θεμέλια αυτών των αιτιών.