17…16…15…14…13…Και σαν σε αντίστροφη μέτρηση όλο και πιο κοντά προς την παρακμή της κοινωνία μας, αυτές είναι οι ηλικίες που πρωταγωνιστούν εδώ και αρκετό καιρό στα δελτία ειδήσεων και δυστυχώς για όλους τους λάθος λόγους.

Το 2024 που λίγες μόνο μέρες έχει που παρέδωσε τη σκυτάλη, αφήνει πίσω του εξαιρετικά ανησυχητικά στατιστικά στοιχεία για τα περιστατικά βίας και εγκληματικότητας ανηλίκων που έλαβαν χώρα κατά το διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου-Αυγούστου 2024 και τα οποία σύμφωνα με έκθεση της ΕΛ.ΑΣ ανέρχονται και αγγίζουν τον εξωφρενικό αριθμό των 9.000 συμβάντων.

Τα αυξημένα κρούσματα παραβατικής  συμπεριφοράς εκ μέρους των ανηλίκων αποτελούν πλέον μια εδραιωμένη κοινωνική πραγματικότητα, μία ολοκληρωτικά εκτροχιασμένη κατάσταση η οποία απαιτείται οπωσδήποτε να αντιμετωπιστεί. Διότι δε μιλάμε για τίποτε άλλο πέρα από παιδιά και εφήβους που δεν είναι δυνατόν αλλά ούτε και φυσιολογικό σε τόσο μικρή και τρυφερή ηλικία να έχουν αναπτύξει τόσο βίαια ένστικτα. Και αν πράγματι ισχύει πως δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από προϊόντα της κοινωνίας μέσα στην οποία ανατρεφόμαστε, για να έχει λάβει αυτήν την τροπή η κατάσταση, τότε αναμφισβήτητα ως κοινωνία, κάτι πάρα πολύ λάθος έχουμε κάνει.

Ιδιαίτερη ανησυχία και θόρυβος για την παθογένεια αυτή, προκλήθηκε στην κοινή γνώμη –και όχι αδικαιολόγητα-  μετά το αποτρόπαιο περιστατικό που σημειώθηκε στη Γλυφάδα τον περασμένο Σεπτέμβρη με τον ξυλοδαρμό μιας 14χρονης κοπέλας από ομάδα επίσης ανηλίκων, ώστε τέθηκε υπό συζήτηση το ενδεχόμενο αυστηροποίησης των ποινών με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι ανήλικοι παραβάτες αλλά και οι γονείς αυτών που έχουν την επιμέλειά τους. Πράγματι, η λήψη τέτοιου είδους μέτρων κατά μία άποψη θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά με την έννοια της πρόκλησης φόβου στους επίδοξους δράστες για την τιμωρία που θα τους επιβληθεί σε περίπτωση διάπραξης κάποιου αδικήματος. Ιστορικά βέβαια θα πρέπει να αναφερθεί πως όσες φορές επιλέχθηκε η μέθοδος της αυστηροποίησης των ποινών με σκοπό τη μείωση της εγκληματικότητας, στην πραγματικότητα δεν επήλθαν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, τουλάχιστον όχι σε ικανοποιητικό βαθμό. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δεν είναι άλλο από τις ΗΠΑ όπου, παρά το γεγονός πως εξακολουθεί να υφίσταται ως τρόπος τιμωρίας η θανατική ποινή, συνεχίζουν να βρίσκονται ψηλά τα επίπεδα της εγκληματικότητας.

Παρόλα αυτά φυσικά, για να επιτευχθεί όντως η αντιμετώπιση της έξαρσης αυτών των φαινομένων είναι σημαντικό να υπάρξει κινητοποίηση και στα δύο επίπεδα: ναι μεν καταστολής με νομοθετική παρέμβαση όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, αλλά κυρίως και προπαντός  πρόληψης. Διότι το ευτύχημα σε κάθε περίπτωση θα ήταν όχι να παρθούν τα αναγκαία μέτρα για την τιμωρία ανηλίκων που προβαίνουν στη διάπραξη αξιόποινων πράξεων αλλά να δοθεί τέτοια διαπαιδαγώγηση στα παιδιά ώστε εκείνα συνειδητά να επιλέγουν την αποχή από τέτοιες αντικοινωνικές συμπεριφορές και παράνομες ενέργειες.

Οι κατεξοχήν αρμόδιοι και υπεύθυνοι να επιληφθούν αυτής της διαπαιδαγώγησης δεν είναι άλλοι από την ίδια την οικογένεια και σε δεύτερο χρόνο το σχολείο. Είναι οι λεγόμενοι φορείς κοινωνικοποίησης στους κόλπους των οποίων ένα άτομο διδάσκεται αξίες και λαμβάνει πρότυπα, μαθαίνει να συμβιώνει μαζί με άλλους ανθρώπους, να τηρεί κανόνες, να οριοθετεί την ελευθερία του με σεβασμό πάντοτε προς την ελευθερία των άλλων. Αυτοί οι φορείς κοινωνικοποίησης που παπαγαλίστικα σχεδόν, μνημονεύονται σε κάθε έκθεση υποψηφίου πανελληνίων όταν ζητείται λύση και τρόπος αντιμετώπισης ενός κοινωνικού ζητήματος, είναι καιρός να αναλάβουν δράση εμπράκτως και σε συνεργασία πάντα μεταξύ τους.

Ένας 15χρονος που μία μέρα αποφασίζει να βγάλει μaχαίρι και να επιτεθεί, δεν είναι κάτι που συμβαίνει αιφνιδίως από τη μια στιγμή στην άλλη αλλά αντιθέτως αποτελεί κλιμάκωση μιας μακρόχρονης προβληματικής συμπεριφοράς, τα δείγματα της οποίας αγνοήθηκαν στην πάροδο του χρόνου. Οι γονείς είναι συνήθως εκείνοι που στο πρώτο περιστατικό που το 5χρονο παιδάκι τους θα κοροϊδέψει ή θα σπρώξει ένα άλλο θα αντιγυρίσουν τη χιλιοειπωμένη φράση «Έλα μωρέ σιγά παιδιά είναι». Ακριβώς επειδή είναι παιδιά έχουν ανάγκη από όρια, από καθοδήγηση και ορθά πρότυπα συμπεριφοράς. Αν στα πέντε του χρόνια παραλείψεις να του επισημάνεις ότι το να σπρώχνουμε ή να μιλάμε άσχημα στους άλλους δεν είναι σωστό, αν εξακολουθείς να το παραλείπεις στα δέκα του γιατί «μικρό είναι μωρέ δεν καταλαβαίνει», στα δεκαπέντε του πλέον που θα έχει διαμορφωθεί ένα ιστορικό κακής συμπεριφοράς και ένας χαρακτήρας που αποδέχεται τη βία θα είναι πολύ δυσκολότερο να τεθούν όρια.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και συμβαίνει στα πλαίσια του σχολικού περιβάλλοντος. Πόσα περιστατικά μπουλινγκ κατά καιρούς έλαβαν χώρα εντός των σχολικών χώρων και όταν τα πληροφορηθήκαμε μέσω των ΜΜΕ η πρώτη ερώτηση που μας γεννήθηκε ήταν «Καλά και οι δάσκαλοι-καθηγητές πού ήταν; Πώς δεν είδαν τίποτα;» Διότι πράγματι στις επιταγές του ρόλου τους δεν εσωκλείεται μονάχα το πως θα μορφώσουν τα παιδιά αλλά και το πως θα τα διαμορφώσουν ως χαρακτήρες και προσωπικότητες. Γι’ αυτό και είναι ανεπίτρεπτο να κλείνουν τα μάτια τους μπροστά σε τέτοια περιστατικά. Αντ’ αυτού οφείλουν σε περίπτωση που αντιληφθούν κάποια περίεργη, βίαιη κ.τ.λ συμπεριφορά να ενημερώνουν τους γονείς και σε συνεργασία μαζί τους ή και με άλλους φορείς (π.χ ψυχολόγους εάν ενόψει της συγκεκριμένης περίπτωσης αυτό καθίσταται αναγκαίο), να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τι την πυροδοτεί και από που πηγάζει αυτή η συμπεριφορά ώστε να μπορέσουν να τη διορθώσουν.

Γιατί αυτές οι συμπεριφορές επείγει όντως να διορθωθούν και τα περιστατικά βίας να εξαλειφθούν. Διότι η διαιώνισή τους μόνο σοβαρότατους κινδύνους ενέχει. Διότι ο σημερινός παραβατικός έφηβος δε θα αργήσει να γίνει ο αυριανός παραβατικός ενήλικας. Και τότε το «παιδιά είναι μωρέ σιγά» δε θα αποτελεί δικαιολογία.

Συντάκτης: Παναγιώτα Παπακωνσταντίνου