Ο άνθρωπος πάντα κυνηγά το καλύτερο. Πάντα νιώθει πως μπορεί να έχει ή να κάνει κάτι παραπάνω. Δεν αισθάνεται ποτέ πλήρως ευχαριστημένος με όσα έχει, συμπεριλαμβανομένης και της εικόνας του, μιας κι η επιφάνεια είναι κάτι που μας απασχολεί βαθιά.
Βρίσκεται, λοιπόν, συνεχώς στην προσπάθεια να αγγίξει το απόλυτο, το αψεγάδιαστο, αυτό που θα τον καθιερώσει στα μάτια όλων ως πρότυπο. Φυσικά, κανείς δεν είναι τόσο αριστουργηματικός ή μάλλον είναι, κουβαλώντας όμως παράλληλα μικρές ή μεγάλες αδυναμίες -τόσο εσωτερικά όσο κι εξωτερικά. Το σημαντικό, εξάλλου, είναι πώς τις διαχειριζόμαστε και πώς τους συμπεριφερόμαστε.
Οι ατέλειές μας είναι κομμάτι του εγώ μας και γι’ αυτό πρέπει να τις αγαπήσουμε αληθινά. Να τις αποδεχτούμε, χωρίς όμως να παραιτηθούμε. Να προσπαθήσουμε να γίνουμε η καλύτερη εκδοχή μας. Ένα υγιές κι όμορφο σώμα, για παράδειγμα, είναι προφανώς ένας θεμιτός στόχος για όλους, αλλά δε χρειάζεται να γίνεται αυτοσκοπός με μια μανία που, τελικά, μας οδηγεί στη δυστυχία. Είναι λεπτό το κενό ανάμεσα στο «αποδέχομαι κι επαναπαύομαι, άρα βαλτώνω» και στο «αγκαλιάζω αλλά εξελίσσομαι».
Οι άνθρωποι που δεν έχουν αποδεχτεί την εικόνα τους, χωρίς καμία διάθεση για αλλαγή και σαφώς χωρίς να την έχουν αγαπήσει, τείνουν να υπερτονίζουν τα «άσχημα» –κατά τη δική τους άποψη κι ανασφάλεια– χαρακτηριστικά τους, ώστε να δείξουν –αποτυχημένα– άνεση και συμφιλίωση με τον εχθρό τους, τον εαυτό τους. Όταν μιλάς για ένα χαρακτηριστικό σου το οποίο δε σου αρέσει και πιστεύεις ότι κατά γενική ομολογία δεν είναι αρεστό –κάτι που μπορεί να μη συμβαίνει κιόλας– στην ουσία κρύβεις μια εσωτερική ανάγκη να προλάβεις τις αρνητικές γνώμες που ίσως ειπωθούν. Μπορεί να προσπαθείς ακόμα και να προλάβεις τη σκέψη του άλλου, δείχνοντας πως εσύ ήδη ξέρεις το αδύναμο σημείο σου πριν καν στο υποδείξουν οι άλλοι.
Το θέμα σε αυτήν την περίπτωση είναι πως υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα οι άλλοι να μην έχουν προσέξει καν το ψεγάδι που εσύ νομίζεις ότι δεσπόζει περίτρανα επάνω σου, αλλά κατόπιν της δικής σου επίμονης αναφοράς, φτάνουν να το αντιληφθούν. Αυτό σημαίνει πως τα μάτια των άλλων μας κοιτάζουν με έναν διαφορετικό τρόπο και κανείς δεν επικεντρώνεται στα σημεία που εμείς πιστεύουμε. Πάντα κάποιος θα βρει κάτι διαφορετικό να παρατηρήσει και να θαυμάσει σε εμάς. Αν, όμως, φωτίσουμε αυτό το ελαττωματικό μας κάτι με νέον προβολείς και βιαστούμε να το καταδικάσουμε, θα το δει κι ο άλλος κι επηρεασμένος θα το κρίνει, πιθανότατα, με την οπτική που του δώσαμε.
Η ανασφάλεια που κρύβεται μέσα στην υπερτόνιση των αρνητικών μας χαρακτηριστικών, δε μας κάνει άνετους και cool, αντίθετα βγάζει προς τα έξω όλα εκείνα τα κόμπλεξ που μας περιτριγυρίζουν για τα λιγότερο φωτεινά σημεία μας, και δε μας αφήνουν να χαρούμε τις όμορφες στιγμές μας. Φυσικά έχει σημασία ο τρόπος που γίνεται η εκάστοτε αναφορά. Είναι απόλυτα θεμιτό να γνωρίζουμε ποια είναι τα ωραία μας σημεία και ποια εκείνα που δεν αποτελούν τα αγαπημένα μας. Σε πολλές συζητήσεις με φίλους μπορεί να χρειαστεί να παραδεχτούμε ότι η μύτη μας δεν είναι τέλεια ή πως δεν έχουμε ωραίους αστραγάλους, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα επικοινωνήσουμε την πληροφορία αυτή, καθώς και το πλαίσιο συζήτησης, δείχνουν πόσο έχουμε, όντως, νιώσει άνετα με αυτά.
Όταν το λέμε και το ξαναλέμε σαν να θέλουμε οι άλλοι να μας ακυρώσουν αυτή μας την άποψη ή απλά να δείξουμε ότι το ξέρουμε και μας πληγώνει, σ’ ένα κλίμα ηττοπάθειας, αποδεικνύουμε πόσο χαμηλή αυτοπεποίθηση κι αυτοεκτίμηση έχουμε. Αυτόματα, η στάση μας λειτουργεί σαν ντόμινο, αφού ο θαυμασμός κι η εκτίμηση των άλλων προς το πρόσωπό μας μειώνονται, με το «Αν δεν αγαπήσεις εσύ τον εαυτό σου, ποιος θα το κάνει για ‘σένα;» να έρχεται να επαληθευτεί.
Αντί, λοιπόν, να μιλούμε συνέχεια γι’ αυτά που δε θεωρούμε όμορφα, καλό είναι να παλέψουμε για μια εικόνα του εαυτού μας που να ταιριάζει με την προσωπικότητά μας και μας κάνει χαρούμενους! Κανείς δεν είναι τέλειος, και δε θα γίνει ποτέ. Και δε χρειάζεται να γίνει κιόλας. Σε έναν κόσμο που κυνηγά την τελειότητα εσύ να κυνηγάς την ευτυχία. Στα απλά, τα καθημερινά, τα αληθινά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη