Ας ξεκινήσουμε σήμερα με μία σκέψη απλή, που δεν την κάνουμε κάθε μέρα αλλά μάλλον θα έπρεπε. Δεν είμαστε άγιοι. Δεν είμαστε καν τέλειοι άνθρωποι. Εάν αυτό το σκεφτόμασταν πού και πού, ίσως να είχαμε περισσότερες απαντήσεις στα γιατί μας και πιο σαφή εικόνα των πράξεών μας. Κάθε φορά που ακούμε ένα περιστατικό αδικίας σπεύδουμε να πάρουμε το μέρος του θύματος, του αδικημένου του κατατρεγμένου, εμείς οι δίκαιοι, οι προστάτες, οι υπερασπιστές του καλού. Αναρωτηθήκατε όμως πόσες φορές έχουμε αδικήσει εμείς ανθρώπους κι όχι μόνο αυτό, αλλά νιώσαμε μέσα μας και μια μικρή χαρά;
Πριν προλάβετε να το αρνηθείτε και να βγάλετε την ουρίτσα σας απ’ έξω κάντε μια mini ανασκόπηση στο τελευταίο διάστημα και δείτε με προσοχή αν σε όλα τα γεγονότα που χρειάστηκε να διαχειριστείτε, πήρατε τη σωστή θέση και δεν πληγώθηκε ούτε ένας από αυτή. Για να μιλήσουμε λοιπόν ειλικρινά και για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, φυσικά και έχουμε πληγώσει. Κάποιες φορές αυτό συνέβη άθελά μας, δεν το επιδιώξαμε και δεν είχαμε κανέναν σκοπό άρα αυτό που νιώσαμε στη συνέχεια ήταν ένα άσχημο συναίσθημα. Λέγεται τύψεις και έρχεται να μας δείξει πως κάπου κάναμε κάτι λάθος. Μια χαρά, αν σκεφτείς ότι αναγνωρίζουμε το λάθος μας, το αποδεχόμαστε και πάμε παρακάτω προσπαθώντας να μην το επαναλάβουμε. Επειδή όμως τίποτα δεν είναι ιδανικό σ’ αυτή τη ζωή -γιατί να είμαστε εμείς- υπάρχουν και εκείνες οι στιγμές που κάνουμε τη ζημιά μας και δεν έχουμε καμία τύψη, ίσα ίσα έχουμε πάρει και μια τζούρα ευτυχίας και ικανοποίησης.
Στο φλερτ και στον έρωτα συναντάται ακόμα πιο πολύ. Φταίει το γόητρο; Ο ανταγωνισμός; Το ποιος θα μείνει τελευταίος όρθιος; Μπορεί να μην το συνειδητοποιούμε πάντα, αλλά πολλά από αυτά που κάνουμε στην καθημερινότητά μας πληγώνουν τους άλλους. Η ανάγκη μας να είμαστε προτεραιότητα του συντρόφου μας για παράδειγμα, μας οδηγεί συχνά σε εγωιστικές συμπεριφορές απέναντί του. Θέλουμε να κάνει το δικό μας μόνο και μόνο για να νιώσουμε πως ο λόγος μας είναι υπολογίσιμος και μετράει. Δε μας αφορά εάν αυτό που ζητάμε τον στεναχωρεί ή τον περιορίζει, μας αρκεί να γίνει. Μα τι αγάπη είναι αυτή χωρίς θυσίες σκεφτόμαστε, μόνο που συνεχώς εμείς είμαστε οι θυσιαστές του άλλου στο βωμό του έρωτα ενώ στην ουσία είμαστε απλώς ανασφαλείς που θέλουμε να επιβεβαιωνόμαστε καθημερινά.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μπορεί να μας κάνει χαρούμενους η στεναχώρια του άλλου. Δε θέλουμε ο σύντροφός μας να έχει τον δικό του κύκλο και τους φίλους του τόσο κοντά ώστε εμείς να χάνουμε τον πρώτο λόγο και του επιβάλλουμε να μειώσει την κοινωνική του δραστηριότητα χωρίς να νιώθουμε καμία τύψη. Όταν η επιθυμία μας γίνεται πραγματικότητα είμαστε ευτυχισμένοι χωρίς να αισθανόμαστε άσχημα ή ότι κάναμε κάτι άδικο. Θεωρούμε ότι είναι υποχρέωση του άλλου να υπακούσει στα θέλω μας.
Δεν έχουμε χαρεί κάνοντας τον άλλο να ζηλέψει; Με το χέρι στην καρδιά. Ακόμα και όταν γίνεται τυχαία χωρίς να το επιδιώξουμε, νιώθουμε χαρούμενοι όταν ο άλλος ταλανίζεται λιγουλάκι με την ιδέα αυτή. Και για να το αναγνωρίσουμε πιο πολύ, ειδικά στην περίοδο του πρώτου φλερτ νιώθουμε μια ικανοποίηση όταν βλέπουμε το αντικείμενο του πόθου μας να βασανίζεται για μας. Για κάποιο λόγο ο πόνος του άλλου μας επιβεβαιώνει την ύπαρξη συναισθήματος.
Βλέπουμε λοιπόν, πως έχουμε ταυτίσει την αγάπη με την αυταπάρνηση και τη μετράμε με θυσίες. Πόσο λάθος είναι αυτό. Για να νιώθουμε ότι μας αγαπούν θέλουμε να δούμε πόσο πρόθυμοι και ικανοί είναι να υποφέρουν οι γύρω μας. Όσο πιο πολύ πέφτουν στη φωτιά για εμάς, τόσο πιο ευτυχισμένοι γινόμαστε γιατί νομίζουμε πώς μας αγαπούν ειλικρινά. Σαν να υπάρχουν μόνο δύο στρατόπεδα, του λύκου και του πρόβατου, και φυσικά επιλέγουμε το πρώτο με κλειστά μάτια. Ίσως μερικοί να είμαστε απλώς γεννημένοι λύκοι, ίσως κάποιοι άλλοι να ήμασταν πρόβατα που κουράστηκαν να γλείφουν τις πληγές από τις δαγκωματιές και μεταμορφώθηκαν για να μπορέσουν να συνεχίσουν. Με επιλεκτική διαγραφή μνήμης, ξεχνάμε πώς πονούν οι πληγές και ανοίγουμε καινούριες σε άλλους για να κλείσουν οι δικές μας.
Κάποια στιγμή θα δούμε την πραγματική αγάπη και δε θα ξέρουμε τι να την κάνουμε, πώς να τη νιώσουμε και να την ανταποδώσουμε. Και ναι, είναι πολύ πιθανό να μην μπορέσουμε να την κάνουμε κάτι. Και τότε αλίμονο σ’ αυτόν που θα βρεθεί να πει σου τα’ λεγα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου