«Κόψε και μοίρασε στα δύο, πάντα η αγάπη θέλει δύο.» έχει τραγουδήσει η Ελεονώρα και δεν έχει καθόλου άδικο. Ο έρωτας γεννιέται ανάμεσα σε δύο ψυχές κι η αγάπη φυτεύεται μέσα σε δύο καρδιές. Το «μαζί» ξεκινά εκεί που το χώρια είναι αβάσταχτο, εκεί που το να ‘σαι μακριά απ’ τον άλλον είναι λίγο χειρότερο απ’ το βασανιστήριο της σταγόνας.
Για να δημιουργηθεί μια σχέση αληθινή, έτοιμη να αντέξει στον χρόνο και να περάσει όλα τα εμπόδια που μπορεί να υψωθούν, χρειάζεται οι άνθρωποι να αγαπιούνται αληθινά και βαθιά, πέρα από κάθε συμφέρον κι εγωισμό. Να βλέπεις στα μάτια του άλλου πως το ανέφικτο μπορεί να συμβεί, μόνο επειδή το θέλει πολύ κι έτσι το θες κι εσύ ακόμη περισσότερο. Αν αυτό το μαγικό συναίσθημα της ολοκλήρωσης λείπει σ’ έναν απ’ τους δύο, τότε είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί ένας δεσμός που να φέρει την ευτυχία. Γιατί το ζητούμενο σε όσα αναφέραμε ήδη είναι η ευτυχία. Τι νόημα έχει να ζεις μια ζωή που δε σε κάνει ευτυχισμένο;
Είναι, όμως, κι εκείνες οι αγάπες οι μονόπλευρες, οι μισές, που δεν μπορούν ποτέ να κολλήσουν. Συνεχώς ακουμπούν κι όσο αγγίζουν, τόσο απομακρύνονται. Δεν υπάρχει «γιατί» σε τέτοιες περιπτώσεις, τα συναισθήματα ίσως και να υπάρχουν, αλλά οι ψυχές θέλουν κάτι μαγικό για να ενωθούν κι η μαγεία δεν είναι πάντα συνεπής, εκεί, τη στιγμή που τη θέλουμε. Υπάρχουν κι άνθρωποι που αγαπούν πολύ κάποιους άλλους, όμως οι άλλοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτήν την αγάπη που δέχονται, είτε γιατί η δική τους αγάπη ανήκει αλλού είτε απλά γιατί δεν τους ταιριάζει, δεν τους εμπνέει η ψυχή που τους τη χαρίζει. Κι αυτό, αφού δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε απ’ το να συμβαίνει, δεν έχουμε παρά να το αποδεχτούμε.
Ο τρόπος διαχείρισης, λοιπόν, δεν είναι πάντα εύκολος απ’ τη μεριά εκείνου που δεν μπορεί να αισθανθεί το ίδιο έντονα, το ίδιο βαθιά ή και καθόλου. Κι αν είσαι, γενικά, αδιάφορος και δε νοιάζεσαι και πολύ για τα συναισθήματα των άλλων, παρά μόνο για τα δικά σου, όλα είναι μια χαρά. Βγάζεις φλας, προσπερνάς και συνεχίζεις το δικό σου ταξίδι.
Για εκείνους, όμως, που πραγματικά νοιάζονται για το πώς νιώθουν οι άλλοι, η απόρριψη της αγάπης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πίσω απ’ την ψυχρή εικόνα του ανάλγητου, που μπορεί να δημιουργείται, κρύβονται ενοχές για όλα εκείνα που δεν μπορούν να ανταποδώσουν. Δεν είναι εύκολο να σου λέει κάποιος «σ’ αγαπώ» κι εσύ να μην μπορείς να πεις το ίδιο· να μην απαντάς στο «σ’ αγαπώ» με «σ’ αγαπώ», ειδικά όταν ξέρεις πως εκείνος που το μοιράζεται μαζί σου το κάνει με πλήρη ειλικρίνεια και τόλμη.
Η παγίδα, όμως, εδώ δε βρίσκεται στην απάθεια. Ήττα θα ‘ναι να αφήσεις τις ενοχές σου να σε νικήσουν και να πιέσεις τον εαυτό σου να ανταποκριθεί σε έναν έρωτα που δεν είναι για ‘σένα. Σ’ έναν έρωτα που δεν είναι καν έρωτας, κάπως εκβιαστικός, σχεδόν υποχρεωτικός, καταδικασμένος να ‘ναι λίγος και ρηχός.
Δύναμη είναι η ειλικρίνεια. Δε χρειάζεται να γίνεις αγενής, αλλά σίγουρα δε χρειάζεται να δεχτείς ένα δώρο που δεν ξέρεις πώς να το χρησιμοποιήσεις. Κι αν η αγάπη κάποιου είναι ένα δώρο άχρηστο για ‘σένα, άσ’ την ελεύθερη να βρει τον παραλήπτη της, αλλιώς θα χάσετε κι οι δυο. Εκείνος που τη χαράμισε για ‘σένα κι εσύ που χαραμίστηκες σε μια αγάπη που σου μοιάζει με αγγαρεία.
Όταν ανταποκρίνεσαι από ανάγκη, ανασφάλεια, συμφέρον ή ακόμα κι από οίκτο, ξέρεις πως δε μοιράζεσαι την αγάπη αλλά τη δυστυχία. Φοβάσαι ότι θα πληγώσεις τον άλλον αν απορρίψεις τα συναισθήματά του, αλλά αρνείσαι να δεχτείς πως αν προσποιηθείς πως τα αποδέχεσαι, απορρίπτεις αμοιβαία την ελπίδα για την ολοκλήρωση, αποκλείεις την ευτυχία, γιατί καμία με το ζόρι ή από λύπηση αγάπη δεν έφερε την ευτυχία.
Εξάλλου, το έχει πει πολλά χρόνια πριν από μας ο Τάσος Λειβαδίτης: «Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.» Γιατί μόνο έτσι αξίζει ο έρωτας, απόλυτος κι αμοιβαίος.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη