Κάθε φορά που ακούς ένα blues κομμάτι, νιώθεις από την πρώτη κιόλας στιγμή το μυαλό σου να ταξιδεύει. Διασχίζει ωκεανούς και φτάνει στον Αμερικανικό Νότο, εκεί όπου τόσοι και τόσοι άνθρωποι αφρικανικής καταγωγής ζουν και γράφουν τη δική τους ιστορία. Σχέδια οι νότες και χρώματα οι λέξεις. Οι δημιουργοί δεν είναι άλλοι από εργάτες, για την ακρίβεια δούλοι αφεντικών που ξέρουν πολύ καλά να υπονομεύουν και να εκμηδενίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Εκεί λοιπόν, στο Δέλτα του Μισισίπι, στα τέλη του 19ου αιώνα, η μελαγχολία, το παράπονο, η μνήμη κι ο θρήνος βρήκαν τον τρόπο να ξεπηδήσουν μέσα από την ανθρώπινη ψυχή και να τραγουδιστούν από χείλη σε χείλη.
Η σκλαβιά είναι βαριά στις φυτείες και το τραγούδι γίνεται το μέσο για να περάσουν οι ατελείωτες ώρες δουλείας. Μέσα από έναν διάλογο του ερμηνευτή και της κιθάρας του, αποτυπώνεται η εξομολόγηση του πόνου που προκαλείται από την αδικία. Το τραγούδι εκείνη τη στιγμή καταφέρνει να είναι το μοναδικό τους κεκτημένο όταν δεν τους ανήκει ούτε ο ίδιος τους ο εαυτός. Μέσα από την προφορική παράδοση των blues στην αρχή, μεταφέρονταν ιστορίες και μαρτυρίες ανθρώπων που είχαν ανάγκη να περιγράψουν τις άτυχες εκείνες ψυχές που διψούν για απελευθέρωση.
Το περιθώριο τους ώθησε στη δημιουργία μίας τέχνης η οποία θα γεμίζει την εσωτερική τους ανάγκη γι’ αγάπη και συμπόνια. Ήχοι μπλεγμένοι με δάκρυα, ιδρώτα και δυστυχία που όμως καταφέρνουν τόσο πολύ να γαληνεύουν όλα όσα λυσσομανούν μέσα σου. Από την ύψιστη μελαγχολία στην απύθμενη χαρά, ένα είδος μουσικής που μπορεί να εκφράσει με τον πιο αυθεντικό τρόπο τα ανθρώπινα πάθη και να ξορκίσει την κακή τύχη.
Το όνομά τους δεν είναι τυχαίο, θυμίζει το μπλε, το λουλακί χρώμα των φυτειών, όπου φυτεύτηκε ο σπόρος της μουσικής αυτής κι άνθισε κατακτώντας ολόκληρο τον κόσμο! Όμως με τη λέξη blues αποτυπώνεται και η κακή διάθεση, συμβολίζεται λοιπόν ο θρήνος της χαμένης ευκαιρίας, της χαμένης ζωής.
Τη δεκαετία του ’30 και του ΄40 η μουσική του νότου παρασύρεται από τα νερά του Μισισίπι και ταξιδεύει στον βορά. Το Σικάγο αποτελεί το μεγαλύτερο κέντρο συγκέντρωσης blues ερμηνευτών κι εκεί αρχίζει η εξέλιξή της. Ηλεκτρικοί ήχοι, μοντέρνα ακούσματα και πιο γρήγορος ρυθμός κατέστησαν την blues μουσική ως βάση για πολλά μεταγενέστερα είδη, ενώ εκεί ήρθε σε επαφή και με την τζαζ με την οποία το φλερτ ήταν μακροχρόνιο κι έντονο.
Μέσα από την πορεία που χάραξε και από τους δρόμους που διέσχισε, η blues μουσική κατάφερε τότε, να ξεφύγει από τα στενά όρια της σκλαβιάς και να αγκαλιαστεί από ένα πιο ευρύ κοινό, το λευκό κοινό των αστών. Από τους Muddy Waters, Willie Dixon, John Lee Hooker στον Elvis Presley μόνο μερικές δεκαετίες δρόμος, μερικά ντραμς και πιάνο που προστέθηκαν για να κάνουν τη μουσική ακόμη πιο εύπεπτη και να την ξεχωρίσουν από τα τραγούδια των φυτειών.
Πιο συγκεκριμένα, ο Willie Dixon γεννήθηκε στο Μισισίπι όμως έζησε κι έδρασε στο Σικάγο. Ασχολήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα και με το box όμως αυτή η όχι και τόσο επιτυχημένη πορεία τον ώθησε στη μουσική συγγραφή εξαιρετικών κομματιών όπως “Red Little Rooster”, “My Babe”, “I Just Wanna Make Love To You” κ.α.. Ωστόσο πατέρας των blues θεωρείται ο John Henry, ένας εργάτης σιδηροδρόμων που έσπαζε πέτρες με σφυρί νικώντας έτσι τη βιομηχανική εποχή και που μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται ως θρύλος. Το 1920 πραγματοποιείται η πρώτη ηχογράφηση μαύρης τραγουδίστριας, της Mamie Smith, με το τραγούδι “Crazy Blues» ενώ η μουσική αυτή κατάφερε ν’ αντέξει μέσα και σε δύσκολες περιόδους όπως το Κραχ του ’29 που οι ηχογραφήσεις δε σταμάτησαν να πραγματοποιούνται! Από τη δεκαετία του ’60 φτάνει να αποτελέσει σπουδαία πηγή έμπνευσης για τα πλέον διάσημα συγκροτήματα της εποχής. Tο Blues ως είδος εμπνέει και επηρεάζει. Rolling Stones, Led Zeppelin και πολλοί ακόμα πάτησαν σ’ αυτό και μεγαλούργησαν.
Η εξέλιξη των blues δεν πραγματοποιήθηκε μόνο αναφορικά με τις νότες και το άκουσμα αλλά και με τα κοινωνικά μηνύματα που μεταδίδονται. Εμπλουτίζονται με νέους κοινωνικούς προβληματισμούς που ανακύπτουν και προβάλλουν τις νέες ανάγκες της ανθρώπινης φύσης. Ανάγκες που ποτέ δε θα σταματήσουν να υπάρχουν και να ψάχνουν τρόπο να εκφραστούν.
Έτσι κι η μουσική της Νότιας Αμερικής, μέσα από φυτείες που το μάτι σου δεν έφτανε στο τέλος τους, αποτελεί ένα σύμβολο του αγώνα μας για επιβίωση, για ελευθερία κι αγάπη. Όταν δεν έχεις τίποτα, έχεις τα blues. Κι όταν έχεις τα blues έχεις μια ολόκληρη δυτική κουλτούρα που χωρίς αυτά θα ήταν γυμνή, στεγνή κι άδεια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου