Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αναπτύσσονται επειδή κατά βάση αποτελούμε κοινωνικά όντα και έχουμε την ανάγκη να συνυπάρχουμε με ομοίους μας για να μοιραζόμαστε συναισθήματα και σκέψεις. Μέσα από τις σχέσεις και συγκεκριμένα τις ερωτικές, επιδιώκουμε να λαμβάνουμε αγάπη, προσοχή, φροντίδα, ενδιαφέρον και στο πρόσωπο του εκάστοτε συντρόφου μας φιλοδοξούμε να βρούμε όλα όσα μας κάνουν ευτυχισμένους.

Παρατηρούμε όμως ανάμεσά μας και σχέσεις οι οποίες δεν έχουν αυτά τα γνωρίσματα, κι αυτό γιατί μπορεί να δημιουργούνται -ή να συντηρούνται- από ανάγκη ή συμφέρον. Δυστυχώς πολλές από αυτές δεν είναι απλά συγκαταβατικές, χωρίς συναίσθημα και ουσία, αλλά αποτελούν κίνδυνο για τον έναν εκ των δύο αφού καταλήγουν να είναι μέχρι και κακοποιητικές.

Μια σχέση για να χαρακτηριστεί κακοποιητική εμπεριέχει στοιχεία βίας, είτε αυτή είναι σωματική, είτε ψυχολογική. Τα περισσότερα περιστατικά που φτάνουν στα αυτιά μας έχουν να κάνουν με τη σωματική βία αλλά ακόμη περισσότερα είναι εκείνα όπου το θύμα της σχέσης -ανεξάρτητα από το φύλο- υφίσταται κακοποίηση σε λεκτικό και ψυχολογικό επίπεδο. Αυτή η μορφή είναι εξίσου σκληρή και προκαλεί παρόμοιο πόνο με τη φυσική βία.

Σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό, βία είναι «Κάθε συμπεριφορά ή συστηματική πολιτική συμπεριφοράς που χρησιμοποιείται για να εξαναγκάσει, να κυριαρχήσει ή να απομονώσει το θύμα. Είναι κάθε σωματική, ψυχολογική και λεκτική κακοποίηση ανθρώπου που δημιουργεί σωματικό ή και ψυχικό πόνο, ή και πληγές. Είναι η χρήση κάθε μορφής εξουσίας που επιβάλλεται στο άλλο άτομο για τη διατήρηση του ελέγχου της σχέσης και της συμπεριφοράς του θύματος.»

Σήμερα οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε τα δικαιώματα που έχουμε ως ανθρώπινες υπάρξεις παρ΄ όλα αυτά συνεχίζουμε να βλέπουμε περιπτώσεις που αποδέχονται τη συντροφική βία και μένουν σε μία σχέση τέτοιας φύσης. Η κοινωνία τείνει να κατακρίνει το δράστη όμως, δεν αφήνει έξω από τη σκληρή κριτική και το θύμα αφού του επιρρίπτει ευθύνες για τη μη διακοπή της σχέσης νωρίτερα. Οι λόγοι όμως που μπορεί να εγκλωβίσουν ένα θύμα σε μία τέτοια σχέση είναι αρκετοί και οφείλουμε να τους μάθουμε, να τους αναγνωρίσουμε και να τους ανατρέψουμε σαν κοινωνία.

 

1. Δεν είναι εύκολο να παραδεχτεί κάποιος ότι είναι θύμα

Σε πολλές περιπτώσεις το θύμα αρνείται να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως τέτοιο. Εθελοτυφλεί απέναντι στο πρόβλημα, με τη σκέψη ότι «δε μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μένα», ή «εντάξει είναι λίγο πιο έντονα τα πράγματα, αλλά όχι να το χαρακτηρίσουμε και βία!». Αυτό μπορεί να γίνεται επειδή ντρέπονται οι ίδιοι να παραδεχτούν ότι έχουν βρεθεί σε μία κατάσταση που μειώνει την ανθρώπινη υπόστασή τους. Η επιλογή του να κλείσουν τα μάτια φαντάζει ευκολότερη.

 

2. Η αίσθηση της ευθύνης

Το θύμα νιώθει πως έχει μερίδιο ευθύνης για ό,τι του συμβαίνει αφού πιστεύει πως με τη συμπεριφορά του υποκινεί και προκαλεί τη βίαιη αντίδραση του συντρόφου. Αισθάνεται υπεύθυνο και έτσι μένει και υπομένει την κατάσταση.

 

3. Φόβος

Ίσως η πιο σημαντική λέξη για να περιγράψει την κατάσταση. Ο φόβος αποτελεί κυρίαρχο συναίσθημα σε πολλά επίπεδα. Φόβος για πιθανά αντίποινα που μπορεί να δεχθεί το θύμα εάν αποκαλύψει τις ενέργειες του δράστη. Φόβος για κατακραυγή και στιγματισμό από τον περίγυρο. Γενικότερα, φόβος για τα όσα μπορεί να ακολουθήσουν.

 

4. Θρησκευτικές αντιλήψεις

Ο κόσμος μας είναι δημιουργημένος επάνω σε θρησκευτικές προσταγές. Ολόκληροι πολιτισμοί και πεποιθήσεις έχουν διαμορφωθεί από διαφορετικές θρησκείες και ακόμη και σήμερα που οι άνθρωποι ζουν με ανοιχτές πόρτες και παράθυρα, σε όλο τον κόσμο βλέπουμε σκληροπυρηνικές απόψεις για θέματα που αφορούν την ελευθερία των ανθρώπων ή την ισότητα ανάμεσα στα φύλα. Ένας λόγος λοιπόν που μπορεί να κρατά το θύμα κοντά στον δράστη είναι το ότι η θρησκεία μπορεί να κατακεραυνώνει τον χωρισμό ενός ζευγαριού.

 

5.  Οικονομικοί λόγοι

Σίγουρα πια έχουν δημιουργηθεί πολλές οργανώσεις και δράσεις που βοηθούν κακοποιημένα άτομα να βγουν από το πρόβλημά τους και να ανασάνουν αέρα ελευθερίας, όμως για το θύμα δεν είναι εύκολο να μην αναλογίζεται το τι θα κάνει και πώς θα επιβιώσει. Σε κάποιες περιπτώσεις το θύμα ενδέχεται να μην εργάζεται και να είναι άμεσα εξαρτώμενο οικονομικά από τον δράστη, γεγονός που μειώνει τα περιθώρια μιας τολμηρής φυγής.

 

6. Η σκέψη πως όλα γίνονται για καλό

Το θύμα αρκετές φορές πείθει τον εαυτό του πως όσα κάνει ο δράστης εναντίον του είναι για το καλό του. Προσπαθεί να δικαιολογήσει τα γεγονότα για να μπορέσει να επιβιώσει μέσα σε αυτό. Είναι μια ασυνείδητη διαδικασία που κάνει ο εγκέφαλος ώστε να μπορεί να μεταφράζει με διαφορετικό τρόπο τη βία και να τη μετουσιώνει σε ένδειξη αγάπης.

 

7. Παιδιά

Ένα τεράστιο κεφάλαιο ανοίγει όταν υπάρχουν παιδιά στο προσκήνιο. Τι θα γίνει με αυτά εάν το θύμα αποστατήσει; Θα μπορέσει να τα πάρει μαζί του και να τα συντηρήσει; Εάν φύγει δεν μπορεί επ’ ουδενί να τα αφήσει πίσω. Και πώς θα αντιδράσουν αυτά αν μάθουν την κατάσταση; Το θύμα μένει, γιατί δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά ποιο τελικά είναι το καλό για τα μέλη της οικογένειας.

 

8. Τραυματικό δέσιμο

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ύστερα από κάθε βίαιη πράξη ο θύτης αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη και εξουσιαστική διάθεση απέναντι στο θύμα, ενώ εκείνο αντίστοιχα αισθάνεται μειονεκτικά και μεγαλώνει η αδυναμία και η ανασφάλειά του. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι πράξεις του θύματος μπορούν πολύ εύκολα να καθοριστούν από τις προσταγές του δράστη.

 

9. Ο κύκλος που δεν κλείνει

Κάθε σχέση τέτοιας φύσης -όπως και όλες οι φυσιολογικές σχέσεις- περνούν μέσα από στάδια και περιόδους. Σε μία κανονική σχέση μπορούμε να διακρίνουμε περιόδους που η ένταση ή η απομάκρυνση είναι πιο έκδηλη ενώ σε άλλες το ζευγάρι είναι πιο κοντά με περισσότερες ρομαντικές στιγμές. Έτσι, ακόμα και σε μία κακή σχέση διακρίνουμε περιόδους όπου ο θύτης ηρεμεί και σταματά για λίγο τη δράση του δείχνοντας έως και μετανιωμένος, όμως πολύ σύντομα επανέρχεται στην προηγούμενη συμπεριφορά του που είναι και το σημείο αναφοράς της σχέσης. Αυτά τα διαστήματα ηρεμίας προκαλούν στο θύμα την ψευδαίσθηση μίας επερχόμενης αλλαγής που δεν αποτελεί τίποτα άλλο πέρα από φρούδα ελπίδα.

 

Τέλος, να σημειώσουμε πως η κακοποίηση δεν έχει φύλο, ηλικία, μορφωτικό επίπεδο και δεν κάνει διακρίσεις. Έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για την κακοποίηση κατά των γυναικών, η οποία βρίσκεται σε λίγο μεγαλύτερα επίπεδα στατιστικά, όμως δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια και στην πραγματικότητα των αριθμών που δείχνουν ότι τα ποσοστά είναι υψηλά στη βία γενικότερα. Σε έρευνα των Simonelli & Ingram (1998) που έγινε σε φοιτητές, διαπιστώθηκε ότι ποσοστό 40% των ανδρών είχε υποστεί βία από την κοπέλα του και το 29% αναγκάστηκε να καταφύγει σε νοσοκομείο. Η βία δεν ορίζεται από το φύλο του θύτη αλλά από τις πράξεις του και καμία μορφή της, άσχετα με την προέλευση, δεν είναι ανεκτή.

Συντάκτης: Μαρία Αθανασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου