Το Gaslighting είναι ένας όρος παγκόσμια διαδεδομένος που αναφέρεται σε μια μορφή συναισθηματικής κακοποίησης κατά την οποία χρησιμοποιείται ο χειρισμός, σε τέτοιο βαθμό που ο αυτός που τον υφίσταται, μπορεί να αμφισβητήσει την πραγματικότητά του έως και την ίδια του την ύπαρξη. Ουσιαστικά, φυτεύονται αμφιβολίες μέσα στο μυαλό και την ψυχή του αναφορικά με τις δυνατότητές του και την ψυχική του κατάσταση με αποτέλεσμα να μην εμπιστεύεται την ίδια του την κρίση και τη λογική.
Ο όρος αυτός δόθηκε με αφορμή ένα θεατρικό έργο του 1938 με τίτλο Gaslight, γραμμένο από τον Πάτρικ Χάμιλτον. Το έργο αυτό αποτελεί ένα κλασικό ψυχολογικό θρίλερ και έχει ως θέμα του την ψυχολογική κακοποίηση που προκαλεί ένας άνδρας στη σύζυγό του. Το έργο αυτό έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο 2 φορές σε Αγγλική και Αμερικάνικη παραγωγή. Όπως ο πρωταγωνιστής του έργου έτσι και οι θύτες, προκαλούν διάφορες καταστάσεις με σκοπό να αποπροσανατολίσουν τα θύματά τους και να τα κάνουν να πιστεύουν πως χάνουν τα λογικά τους ώστε να είναι πλήρως εξαρτημένα άτομα σε εκείνους· υποχείριά τους.
Το Self-Gaslighting τώρα, είναι εκείνη η ψυχολογική κακοποίηση που διαπράττουμε εμεις οι ίδιοι στον εαυτό μας χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε τις περισσότερες φορές. Πρακτικά παίρνουμε το έναυσμα από τους άλλους και τον τρόπο με τον οποίο μας φέρονται κι εμείς εκεί ανάβουμε τον δικό μας πυρσό βάζοντας μια καινούργια, προσωπική φωτιά στον εαυτό μας.
Φράσεις όπως «Στην πραγματικότητα δεν εννοούσε αυτό που νόμιζα ότι εννοούσε, το παρεξήγησα», «Ίσως να μην ήταν και τόσο άσχημα», «Δε με πιστεύουν επειδή δεν αξίζω την εμπιστοσύνη των άλλων», «Θα έπρεπε να το έχω ξεπεράσει και να μην κουβαλάω μέχρι σήμερα τον αντίκτυπο από αυτό το γεγονός» είναι κόκκινα φανάρια που θα έπρεπε να μας εφιστούν την προσοχή και να μας υποψιάσουν σχετικά με το πώς αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας.
Όλη αυτή η κατάσταση προκαλεί διάσπαση της προσωπικότητας μας χωρίζοντας στα 2 τα συναισθήματα που τρέφουμε. Από τη μία, αναγνωρίζουμε σε ένα βαθμό γιατί αισθανόμαστε με τον τρόπο που αισθανόμαστε, από την άλλη μεταφέρουμε μια ευθύνη στον εαυτό μας, κατηγορώντας τον γι’ αυτό. Δείχνοντας του ότι δε θα έπρεπε να υφίστανται αυτά τα συναισθήματα. Το δύσκολο σε αυτού του είδους την κακοποίηση, είτε προέρχεται από άλλους είτε την προκαλούμε εμείς στον εαυτό μας, είναι πως δεν αφήνει σημάδια. Σημάδια από αυτά που αναγνωρίζουμε στο σώμα μας. Δεν είναι τίποτα ορατό από το πέρασμά της, καμία μελανιά και κανένας μώλωπας δεν καταδεικνύει το βάρος του πόνου και της αγριότητας. Όσο πιο αόρατες είναι οι πληγές κάποιου τόσο πιο εύκολη οι αμφισβήτησή τους. Όταν ακόμη κι εμείς οι ίδιοι δε βλέπουμε καν τα σημάδια, μπορεί να πιστέψουμε στο τέλος πως δεν υπάρχουν!
Για να μπορέσουμε να δώσουμε ένα τέλος στο Self-Gaslighting θα πρέπει αρχικά να δώσουμε την ευκαιρία στο εαυτό μας να αποβάλλει την ευθύνη του τραύματος που κουβαλάει. Δε φταίει το θύμα για την κακοποίηση που υπέστη (όποιας μορφής) κι όχι, δε θα μπορούσε να την είχε αποφύγει αν ήταν καλύτερο παιδί, αν πρόσεχε περισσότερο στον δρόμο, αν αντιμιλούσε λιγότερο ή τέλος πάντων αν έκανε κάτι διαφορετικά. Αυτή η αίσθηση είναι που μας κάνει να ενοχοποιούμε συνεχώς τον εαυτό μας, λες και δεν ήταν αρκετή τόση ξένη κακοποίηση.
Όταν αναγνωρίσουμε ότι δε φταίμε, τότε μπορούμε πιο εύκολα να αποδεχτούμε και τα αρνητικά μας συναισθήματα χωρίς να μειώνουμε την αξία τους. Η παραδοχή και η αναγνώριση μάς πάνε ένα βήμα πιο κοντά στην αποτίναξη της ενοχής από τους ήδη κατακουρασμένους ώμους μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου