Οι ειδικοί αναφέρουν ότι η αγάπη έχει 5 διαφορετικές γλώσσες για να φανερωθεί και να εκφραστεί. Ο καθένας από εμάς χρησιμοποιεί άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο και σίγουρα έχει μία που είναι η χαρακτηριστική του. Αυτές οι πέντε γλώσσες με τις οποίες φανερώνουμε την αγάπη μας είναι τα δώρα, τα όμορφα λόγια επιβεβαίωσης (κοπλιμέντα), ο ποιοτικός χρόνος που περνάμε με τους αγαπημένους μας, το άγγιγμα (αγκαλιά) και η προσφορά υπηρεσιών (διάφορα θελήματα ή πράξεις όπως το μαγείρεμα κ.α) Από αυτές λοιπόν, ο καθένας μας έχει μία που αποτελεί και τον τρόπο που την εκδηλώνει.
Σύμφωνα με έρευνα, η πλειοψηφία, κατά σειρά προτεραιότητας κατατάσσει πρώτη τον χρόνο που περνάμε με εκείνους που αγαπάμε, ακολουθεί στη συνέχεια το άγγιγμα, μετά είναι ο λόγος και οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε τα συναισθήματά μας και μετά έρχονται οι υπηρεσίες που προσφέρουμε και τα δώρα.
Οι περισσότεροι δηλαδή από εμάς βάζουμε προτεραιότητα τις στιγμές που περνάμε ενώ τελευταία έρχονται τα υλικά αγαθά. Βέβαια, ο τρόπος που επιλέγει ο καθένας να εκφραστεί επηρεάζει και το είδος και την ομαλότητα της σχέσης που δημιουργεί. Όταν δύο άνθρωποι εκφράζονται με την ίδια γλώσσα κατά κύριο λόγο, τότε αναμφίβολα η σχέση είναι πιο ομαλή αφού κι οι δυο ικανοποιούνται με τον ίδιο τρόπο και ταιριάζουν ως προς την έκφραση κι επιβεβαίωση της αγάπης. Όταν η γλώσσα διαφέρει, εκεί βλέπουμε δυσκολίες μικρές ή μεγάλες που μπορεί να έγκειται στην επικοινωνία.
Κάποιος που έχει ως βασική γλώσσα την παροχή «υπηρεσίας» και φροντίζει με πράξεις τον άλλον, έχει την τάση να αποζητά την ίδια αντιμετώπιση αφού έχει μάθει να την αναγνωρίζει ως ένδειξη αγάπης. Εδώ ταιριάζει ακριβώς η φράση «κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια» αφού παίρνει ως δεδομένη τη δική του στάση. Σε αυτή την περίπτωση η επικοινωνία και η συσχέτιση γίνεται δύσκολη αφού λιγοστεύουν τα σημεία επαφής.
Από την άλλη, όταν δύο μιλούν την ίδια γλώσσα τα πράγματα κυλούν πιο ευχάριστα κι ομαλά· βρίσκονται σε κοινή σελίδα και δεν έχει καμία σημασία ποια γλώσσα χρησιμοποιούν αλλά το γεγονός πως αυτή είναι κοινή. Αυτό αν το σκεφτούμε μπορεί να έχει μια βάση και μια λογική όμως καμία έρευνα μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να αποδείξει πως αυτός είναι ένας ακριβής τρόπος να ορίσουμε τις σχέσεις ως επιτυχημένες ή αποτυχημένες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί ουσιαστικά η αγάπη είναι κάτι περισσότερο περίπλοκο και δημιουργεί φάσμα, έχει ένα εύρος έκφρασης και μια ποικιλία, επομένως και δεν μπορεί τόσο εύκολα να οριστεί χωρίς να ξεχειλίζει. Πολλοί μπορεί να μη διαθέτουν την ίδια γλώσσα αγάπης όμως διαθέτουν μια τρομερή ικανότητα αναγνώρισης κι αποδοχής της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο άλλος κι έτσι καταφέρνουν να επιπλέουν στα άγρια νερά χωρίς απώλειες και τραυματισμούς.
Όσο προσπαθούμε να δώσουμε απαντήσεις στα θέματα των σχέσεων με απλοϊκούς κανόνες, χάνουμε την ουσία και την ακρίβεια. Κανείς δεν μπορεί να ορίσει απόλυτα τι χρειάζεται μια σχέση για να λειτουργήσει και να διασχίσει το δικό της μονοπάτι. Οι συνθήκες, οι άνθρωποι, οι επιθυμίες, οι αντοχές, οι προσπάθειες δημιουργούν τα μονοπάτια που τείνει να ακολουθήσει ο καθένας από εμάς, μόνος και μαζί με το ταίρι του φυσικά, ώστε να δημιουργήσουν στο τέλος μια δική τους, νέα διαδρομή.
Το βασικό που οφείλουμε να μάθουμε στα παιδιά που θα γίνουν αργότερα οι επόμενοι ενήλικες, είναι να μην αφήνουν τη δική τους έκφραση να καθορίζει την έκφραση των άλλων. Η αγάπη δεν έχει έναν τρόπο να εκφραστεί, αν είναι αληθινή κι αγνή θα βρει χίλιες διαδρομές για να παρουσιαστεί. Απλώς εμείς πρέπει να κρατάμε τον δρόμο ανοιχτό για να μπορέσει να μας βρει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου