Οι γονείς θέλουν πάντα (;) το καλό των παιδιών τους. Αυτό θα λέγαμε πως είναι μια ανθρώπινη, κοινωνική σταθερά που όλοι έχουμε ως βάση. Οι γονείς -συνήθως- βρίσκονται σε αυτόν τον κόσμο για να αγκαλιάζουν και να προστατεύουν τα παιδιά τους. Να τα αγαπούν και να τους δίνουν φτερά να πετάξουν. Οι σχέσεις όμως των ανθρώπων δεν είναι ποτέ ιδανικές και τέλειες κι αυτό συναντάται και στις σχέσεις παιδιού-γονέα. Ας δεχτούμε όμως την άνωθεν σταθερά και ας πορευτούμε με γνώμονα την απόλυτη αγάπη του γονιού για το παιδί αποκλείοντας από αυτή την κουβέντα τις ιδιάζουσες, κλινικές περιπτώσεις γονέων που φέρονται κακοποιητικά.
Οι γονείς λοιπόν, είναι θα λέγαμε το “Α” και το “Ω¨ στη ζωή μας. Είναι εκείνοι που μας δημιουργούν, εκείνοι που μας μεγαλώνουν, μας διαμορφώνουν που φτιάχνουν τα κουμπιά μας σαν να λέμε από τις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Είμαστε γεμάτοι από μνήμες, τραύματα και θαύματα. Τίποτα δε λείπει από την παλέτα των συναισθημάτων μας. Υπάρχουν όμως και μερικά παιδιά που ίσως φέρουν περισσότερα τραύματα κι αυτό μπορεί να είναι απόρροια της αγάπης.
Υπάρχουν πολλές φορές που οι άνθρωποι όταν κάνουν παιδιά έχουν στο μυαλό τους πως μόνο εκείνοι ξέρουν τι είναι καλό γι΄αυτά και πώς θα γίνουν ευτυχισμένα. Αυτό εν μέρει έχει μια δόση αλήθειας όμως όταν ξεπερνά το όριο της ατομικότητας του παιδιού και γίνεται χειριστική συμπεριφορά ξεκινούν τα θέματα. Ένας γονιός μπορεί να πιστεύει πως η αυστηρότητα είναι εκείνη που θα τονώσει τον χαρακτήρα του παιδιού και θα του δώσει τη δύναμη που χρειάζεται. Έτσι γίνεται συχνά επικριτικός, αυστηρός γεμάτος απαιτήσεις. Αυτό όμως φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα αφού συνήθως τα παιδιά αυτά αισθάνονται ανεπαρκή και βιώνουν έναν συνεχόμενο φόβο για το αν θα είναι ιδανικά και καλά για τους άλλους.
Οι γονείς στηριζόμενοι στην αγάπη τους προβαίνουν σε πολλές συμπεριφορές που έχουν να κάνουν με δικά τους τραύματα, με τα δικά τους απωθημένα. Θεωρούν πως τα παιδιά είναι εκείνα που θα εκπληρώσουν ό,τι εκείνοι δεν κατάφεραν έτσι δημιουργούν συγκεκριμένες προδιαγραφές τις οποίες πιέζουν τα παιδιά να ακολουθήσουν. Εκεί πρέπει να μπουν τα όρια.
Διαβάζουμε κατά καιρούς άρθρα για το πώς να βάζουμε όρια στα παιδιά αλλά πόσοι από εμάς έχουμε διαβάσει και ξέρουμε πώς να βάζουμε όρια στους γονείς μας; Η παρεμβατικότητα είναι κάτι που δε γίνεται να μείνει για πολύ καιρό ανεκτή και δεν είναι σημάδι ασέβειας η προσπάθεια διακοπής της. Οφείλουμε ως ενήλικες που είμαστε (ή και από πιο νωρίς αν αντιληφθούμε έντονα την παρεμβατικότητα) να οριοθετήσουμε τον χώρο μας, να ξεκαθαρίσουμε πως εμείς είμαστε οι κύριοι του εαυτού μας και πως κανείς άλλος δεν μπορεί να ελέγχει τις επιθυμίες μας. Ξέρετε, για τους γονείς είναι εύκολο να πατήσουν τα κουμπιά μας γιατί πρακτικά είναι εκείνοι που τα έχουν δημιουργήσει. Για να αποφύγουμε όμως ένα άσχημο κλίμα σε ένα οικογενειακό τραπέζι, ή σε όποια οικογενειακή συγκέντρωση πρέπει να καταστήσουμε σαφές τι μας ενοχλεί και τι δε θέλουμε να μας λένε ή να κάνουν.
Οι φωνές είναι το στάδιο που ιδανικά θα θέλαμε να αποφύγουμε· εξηγώντας ειλικρινά και με επιχειρήματα τι μας προκαλεί η συμπεριφορά τους μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα. Εάν δε μιλήσουμε όταν πρέπει και κρατάμε για πολύ καιρό μέσα μας τη δυσαρέσκειά μας τότε το πιο πιθανόν είναι να πραγματοποιήσουμε μια έκρηξη κατά την οποία δε θα καταλάβουν οι άλλοι από πού τους ήρθε και μπορεί να επέλθει ρήξη. Το επιθυμητό είναι να θέσουμε τα όριά μας χωρίς φωνές και καβγάδες, με ωριμότητα που θα πείσει τους γονείς μας για την ανάγκη μας και θα τους δείξει πως εμείς ελέγχουμε τη ζωή μας.
Το να διαχωρίσουμε τη θέση μας από εκείνους οριοθετώντας τη συμπεριφορά τους δε δείχνει έλλειψη αγάπης προς το πρόσωπό τους αλλά μεγάλη αγάπη και εκτίμηση προς το δικό μας. Κι αυτό είναι κάτι που αξίζει να προσπαθήσουμε να έχουμε από νωρίς και για πάντα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου