Το θέατρο γεννήθηκε μαζί με τον άνθρωπο και πάντα ακολουθούσε κοινωνιολογικά την εξέλιξή του προβάλλοντας πτυχές της φύσης του. Ο άνθρωπος έκανε θέατρο για να λυτρωθεί από σκέψεις, να τις μοιραστεί, να διδάξει, να αφυπνίσει. Οι λόγοι είναι πολλοί, αδιαμφισβήτητα όμως το θέατρο αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας που ζούμε και προβάλλει χαρακτήρες και τύπους που συναναστρεφόμαστε καθημερινά σε μία υπερβολή ίσως. Εξάλλου πάντα η υπερβολή είναι εκείνη που φανερώνει στα μάτια μας το πραγματικό νόημα των υποστάσεων.
Σε μία κοινωνία λοιπόν σαν τη δική μας, όπου οι άνθρωποι διεκδικούν το δικαίωμα να υπάρχουν όπως κι αν είναι, με όποια ταυτότητα, με όποια προτίμηση, το θέατρο γίνεται ξανά ένα μέσο να προβληθεί αυτή η ανθρώπινη πτυχή. Είναι γνωστό εξάλλου ότι πολλοί ομοφυλόφιλοι ανέκαθεν στρέφονταν προς τις τέχνες αναζητώντας μια παρηγοριά όντες ανήμποροι να εκφράσουν αυτά που πραγματικά ήθελαν. Η σκηνή και το θέαμα αποτέλεσε γι’ αυτούς μία διέξοδο αφού εκεί έκαναν ό, τι είχαν μάθει να κάνουν στην πραγματικότητα τους· να υποκρίνονται.
Το θέατρο λοιπόν, αποτέλεσε για εκείνους το καταφύγιο και το μέσο έκφρασης της δικής τους ελευθερίας. To gay και lesbian theatre άρχισαν να εμφανίζονται ήδη από το 1964 στην Αμερική όταν η ομοφοβία είχε γίνει -δυστυχώς- συνώνυμο της κανονικότητας.
Ο όρος queer επιλέχθηκε και κατοχυρώθηκε από την ακτιβιστική και ακαδημαϊκή κοινότητα σε Βρετανία, ΗΠΑ για να εκφράσει όλους εκείνους που έβλεπαν με κριτική σκοπιά το mainstream LGBT κίνημα. Στα ελληνικά δεδομένα ακόμα μας ταλαιπωρεί η ορθή μετάφραση του όρου αφού η πιο κοντή σημασιολογική απόδοση είναι η λέξη «ιδιάζων» όμως προκύπτουν πολλές ερμηνευτικές δυστοκίες. Εδώ και περίπου 15 χρόνια έχει τεθεί ένα νέο, αναθεωρημένο πλαίσιο και στη χώρα μας όπου με τον όρο αυτόν περιλαμβάνονται όλες εκείνες οι διεκδικήσεις που αφορούν στη διαφορετικότητα.
Οι queer παραστάσεις τα τελευταία χρόνια τείνουν να πληθαίνουν ενώ έχουν δημιουργηθεί και βραβεία (Queer Theater Awards) που αφορούν σ’ αυτό το κομμάτι του θεάτρου και βραβεύουν παραστάσεις που έχουν LGBTQ+ θέμα ή χαρακτήρες. Είναι αξιοσημείωτο και γοητευτικό να δούμε πώς καταφέρνει να συνδιαλέγεται εν τελεί η ανατρεπτική φύση του queer με τις συμβάσεις του θεάτρου που σίγουρα τείνουν να μεταμορφωθούν για να χωρέσουν φυσικά και αυτές στη σημερινή κοινωνία. Οι παραστάσεις αυτές στόχο έχουν να προσβάλουν τον συντηρητισμό που εμποδίζει την ελεύθερη έκφραση, έτσι ο τρόπος γίνεται περισσότερο επιθετικός και ωμός χωρίς ρομαντισμό και ωραιοποίηση καταστάσεων. Εξάλλου η ωραιοποίηση μας οδήγησε σε μία μουδιασμένη κοινωνία που καταπίνει συναισθήματα και επιθυμίες.
Πολλοί καλλιτέχνες στο παρελθόν, όχι απαραίτητα στον χώρο του θεάτρου, υπήρξαν queer και το έργο τους είχε πολλά ψήγματα έκφρασης αυτής της υπόστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Γιάννης Τσαρούχης όπου το έργο του χαρακτηρίστηκε από μία έντονη ελληνικότητα η οποία όμως στην ουσία της έθιγε όλο αυτό το πρότυπο του «παλικαριού» που εξυμνούσε το ελληνικό πνεύμα. Το παλικάρι με τη φουστανέλα, σύμβολο ανδρισμού αλλά και μέγα στερεότυπο, έγιναν το χαρακτηριστικό εκείνο που σαρκάστηκε όσο τίποτα ως προς τα πρότυπα και τις πεποιθήσεις που κυριαρχούσαν.
Όλο ένα καμουφλάζ της δικής του προσωπικής ανάγκης, Το queer σήμερα απελευθερώνει εννοιολογικά και αισθητικά όλα όσα κρύβονται κάτω από το χαλί και μέσα σε «κλειστές ντουλάπες» εδώ και χρόνια. Οι ήρωες βρήκαν έξω από αυτές και διεκδικούν μία θέση στον ήλιο, το φως και την αλήθεια. Οι LGBTQ+ φιγούρες παρελαύνουν περήφανα στη σκηνή δημιουργώντας ένα θέατρο «πιο ομολογητικό, λιγότερο απολογητικό και σίγουρα πιο απελευθερωμένο από κάθε είδους ηγεμονικά ιδεολογήματα και παλιές γκέι αισθητικές». Η queer τέχνη χρησιμοποιώντας τον σαρκασμό, την κοροϊδία και την παρωδία στέκεται απέναντι στις «κανονικές» μορφές ιδεών και στις κοινωνικές νόρμες με σκοπό να υπονομεύσει τις ηγεμονικές πρακτικές για κάθε είδους κανονικότητα.
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα έχουμε ενεργή δράση σε queer θεάματα και αρκετές θεατρικές ομάδες καταπιάνονται με το είδος όπως οι Nova Melancholia, οι Bijoux de Kant, ενώ δημιουργοί όπως ο Δημήτρης Δημητριάδης ή ο Γιάννης Κοντραφούρης αποτελούν δείγματα γραφής στο είδος. Το σημαντικό είναι ότι επιτέλους βλέπουμε «να αναδύεται μια νέα queer ελληνικότητα που αναδιαπραγματεύεται την απεικόνιση της εθνικής μας ταυτότητας». Βλέπουμε πως η ανάγκη για ελευθερία έκφρασης είναι τόσο μεγάλη που έπαψε πια να περιορίζεται πίσω από συμβολισμούς και υπονοούμενα. Πια ρέει απροκάλυπτα και ξεκάθαρα για να μας κάνει να αντιληφθούμε την αξία της πραγματικής ευτυχίας που δε βρίσκεται πουθενά αλλού πέρα από τον αληθινό εαυτό μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου