

Καλημέρα, Ελλάδα. Καλημέρα, χώρα των αντιθέσεων, των μεγαλείων και των μαύρων τρυπών. Καλημέρα σε σένα που ξυπνάς με καφέ και τσιγάρο, που βρίζεις στο τιμόνι, που χαμογελάς στραβά αλλά το παλεύεις. Και καλημέρα σε σένα που έκανες αυτό το τραγούδι τον ύμνο μιας εποχής, τον καθρέφτη μιας γενιάς, το μανιφέστο μιας καθημερινότητας που μοιάζει τόσο σημερινή, όσο και 20 σχεδόν χρόνια πριν. Γιατί, αν υπάρχει ένα κομμάτι που δεν έγινε απλώς «επιτυχία» αλλά έμεινε διαχρονικό, είναι το «Καλημέρα Ελλάδα» των Goin’ Through. Ένα τραγούδι που δεν είναι απλά στίχοι πάνω σε beats, αλλά ένα χαστούκι πραγματικότητας. Ένα τραγούδι τόσο δυνατό που ακόμα αντηχεί στα ηχεία, στα μυαλά, στις συζητήσεις. Ένα κομμάτι που δεν ξεχάστηκε, γιατί η αλήθεια του δεν έπαψε ποτέ να ισχύει.
Στα τέλη των ‘90s, το ελληνικό hip hop είχε αρχίσει να αποκτά ταυτότητα. Οι Active Member και οι Terror X Crew έβαζαν τα θεμέλια με τη δική τους underground φιλοσοφία, αλλά οι Goin’ Through έφεραν κάτι άλλο. Έφεραν μια πιο ωμή, πιο άμεση, πιο mainstream εκδοχή του ελληνικού ραπ, που έφτανε παντού. Και το Καλημέρα Ελλάδα ήταν το απόλυτο statement. Κυκλοφόρησε ως single το 2006· ένα τραγούδι που δε χρειαζόταν καν εξηγήσεις, ήξερες ότι μιλούσε για σένα. Γρήγορα κατάφερε να σπάσει τα όρια του παραδοσιακού ραπ και να αγγίξει τις καρδιές ενός ευρύτερου κοινού. Το τραγούδι είχε άμεση επιτυχία και κατατάχθηκε ανάμεσα στα πιο εμβληματικά κομμάτια του ελληνικού hip hop.
Με τον τίτλο του να είναι από μόνος του ένα δυνατό πολιτικό σχόλιο, το τραγούδι λειτουργεί ως σπασμένη αντανάκλαση μιας χώρας που φαινομενικά προοδεύει, αλλά στην πραγματικότητα ζει το χάος, τις κρίσεις και την απογοήτευση των πολιτών της. Οι στίχοι του, γραμμένοι από τον ίδιο τον NiVo, μιλάνε για τη συστημική αδικία, τις κοινωνικές αντιφάσεις και την απογοήτευση μιας γενιάς που έβλεπε την Ελλάδα να μεγαλώνει οικονομικά, αλλά να παραμένει εγκλωβισμένη στις ίδιες παλιές, κατεστημένες νοοτροπίες. Από την ατάκα, «Καλημέρα, Ελλάδα, Πολύ με υποτίμησες εγώ μονάχα λίγο, σκέφτηκα Ελλάδα να σ’ αφήσω να φύγω», ένιωθες ότι αυτό δεν είναι άλλο ένα τραγούδι. Ήταν ο καθημερινός μονόλογος όλων όσων ζούσαν σε μια χώρα που τους φώναζε «μείνε», ενώ τους έδινε κάθε λόγο να φύγουν. Ήταν το συναίσθημα εκείνο που σε πιάνει όταν σκρολάρεις στα social, βλέπεις τις ειδήσεις και δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις, να κλάψεις ή απλά να κλείσεις το κινητό και να την κάνεις για αλλού. Γιατί αυτό το κομμάτι δεν ήταν απλώς μια φωτογραφία της δεκαετίας του ‘90. Ήταν η αλήθεια που έμελλε να γίνει αιώνια.
Άκου τους στίχους σήμερα. Άκου τα θέματα που θίγει. Διαφθορά, σκάνδαλα, κοινωνικές ανισότητες, τηλεοπτικά σκουπίδια, το χάος της καθημερινότητας. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ή μάλλον, αν έχει αλλάξει κάτι, είναι ότι τώρα πια δε μας σοκάρει τίποτα. Τότε, το να βγει ένα τραγούδι και να τα χώνει τόσο ξεκάθαρα ήταν κάπως επαναστατικό. Σήμερα, που έχουμε δει τα πάντα, απλά επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα ζει σε έναν φαύλο κύκλο. Τότε μιλούσαμε για μια Ελλάδα που ζούσε στην ψευδαίσθηση της ευημερίας, τώρα μετράμε μνημόνια, κρίσεις, πανδημίες, πολέμους. Αλλά η βάση είναι ίδια. Μια χώρα που αγαπάς και την ίδια στιγμή θες να τη βρίσεις. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του κομματιού. Δεν έχει ημερομηνία λήξης. Μπορείς να το βάλεις να παίζει σήμερα και να νιώσεις την ίδια ταύτιση. Μπορείς να το στείλεις σε κάποιον που δεν έχει καν γεννηθεί το 2006 -20 παρά ένα χρόνια- και να καταλάβει ακριβώς τι εννοεί. Πόσα τραγούδια βγήκαν από τότε που προσπάθησαν να κάνουν κάτι παρόμοιο; Αμέτρητα. Και πόσα κατάφεραν να αποκτήσουν την ίδια επίδραση; Κανένα.
Γιατί το Καλημέρα Ελλάδα δεν είναι απλώς ένα κομμάτι. Είναι το συναίσθημα μιας ολόκληρης γενιάς. Είναι ο ήχος μιας εποχής που δεν έφυγε ποτέ. Είναι το πρωινό ξύπνημα με τις ειδήσεις να παίζουν στο background και να νιώθεις ότι όλα πάνε κατά διαόλου, αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζεις. Το ακούς και είναι σαν να έχει γραφτεί για το σήμερα. Όχι από νοσταλγία, αλλά από ανάγκη. Από την ανάγκη να έχεις ένα κομμάτι που να εκφράζει την απογοήτευση, το παράπονο, την πίκρα, αλλά και αυτή τη βαθιά, ανεξήγητη αγάπη που έχουμε γι’ αυτή τη χώρα, όσο κι αν μας τρελαίνει. Οι Goin’ Through έκαναν κάτι που λίγοι μπορούν να καταφέρουν. Πήραν ένα κομμάτι ραπ και το μετέτρεψαν σε λαϊκό ύμνο. Όχι λαϊκό με την έννοια του μπουζουκιού, αλλά με την έννοια ότι ανήκει στον κόσμο. Έγινε κάτι που όλοι αναγνωρίζουν, που όλοι κάποια στιγμή τραγούδησαν, που όλοι ένιωσαν δικό τους. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα, αν το ακούσεις σε ένα μαγαζί, θα δεις στόματα να το ψιθυρίζουν. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και όσοι δεν ακούν ραπ, ξέρουν απ’ έξω τους στίχους. Είναι ένα τραγούδι που ανήκει σε όλους. Κι αν το καλοσκεφτείς, αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα. Να γράψεις κάτι που δε μένει κολλημένο σε μια εποχή, αλλά συνεχίζει να μεγαλώνει μαζί της.
Το ερώτημα είναι, όμως, αν αυτή η «καλημέρα» είναι ακόμα επίκαιρη ή αν έχουμε φτάσει στο σημείο να λέμε «καληνύχτα». Αν ξυπνάμε κάθε μέρα μέσα στην ίδια πραγματικότητα, με τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες απογοητεύσεις. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η χώρα του Καλημέρα Ελλάδα δεν πέθανε ποτέ. Ζει μέσα μας, στα trends του Twitter, στα group chats μας, στα stories που σκρολάρουμε μηχανικά, στις στιγμές που κοιτάμε έξω από το παράθυρο και αναρωτιόμαστε «ρε, μπας και δεν αλλάζει τίποτα τελικά;». Και το πιο αστείο; Το πιο τραγικό; Είναι πως, αν οι Goin’ Through έγραφαν το τραγούδι σήμερα, δε θα άλλαζαν ούτε μισή λέξη. Ίσως γι’ αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι δε θα πάψει ποτέ να είναι σημαντικό. Γιατί, είτε καλημέρα είτε καληνύχτα, το συναίσθημα μένει το ίδιο. Και κάθε φορά που το ακούς, θυμάσαι ότι, ναι, αυτή η χώρα μπορεί να είναι τρέλα, μπορεί να είναι χάος, μπορεί να είναι άλυτο μυστήριο, αλλά είναι η δική σου χώρα. Και γι’ αυτό, όσο και να τη βρίζεις, θα τη γουστάρεις πάντα. Καλημέρα, Ελλάδα. Ή μάλλον… καληνύχτα και καλή τύχη.