Πίσω στο δημοτικό. Αναρίθμητες φιλίες. Εκεί πίσω που ο κόσμος σου όλος ήταν φίλος σου, μα με ένα «δε σε έχω πια φίλο» έπαυε να υφίσταται η φιλία. Πίσω εκεί που η λέξη φίλος περιβαλλόταν από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Ο άγνωστος μπόμπιρας που έπαιζε στις κούνιες δεν αργούσε να γίνει ο κολλητός σου φίλος.

Ύστερα, μεγάλωσες λίγο, έφτανες στην περιβόητη εφηβεία κι οι κολλητοί από το δημοτικό σταδιακά έγιναν φίλοι. Κι άλλοι απλά γνωστοί. Άλλαξαν τα ενδιαφέροντά σας, δεν ήταν πια τα ίδια. Σας έβαλαν σε διαφορετικές τάξεις. Κι αναγκάστηκες να διευρύνεις τον κύκλο σου και να γνωρίσεις νέα άτομα που θα σε συντρόφευαν για ένα ακόμα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Κι όσο περνούν τα χρόνια, τόσο λιγοστεύουν. Άλλοτε από επιλογές των ίδιων, άλλοτε δικές σου. Παρόλα αυτά, μικραίνει ο κύκλος σου. Στέκουν δίπλα σου εκείνοι που επιλέγεις ή σε επιλέγουν. Εκείνοι που θα βγεις Σάββατο βράδυ για μια μπίρα. Ακόμη κι αυτοί που βρίσκονται μίλια μακριά, δε μιλάτε συχνά αλλά δεν παύουν να είναι η οικογένεια που εσκεμμένα επέλεξες.

Άλλες φόρες είναι έτσι οι συγκυρίες που αδυνατείς να κρατήσεις επαφή. Επιλογή σου, αλλά προς υπεράσπιση σου δεν έφταιξες που οδηγήθηκαν εκεί τα πράγματα. Η δουλειά, η απόσταση. Χίλιοι δύο λόγοι που τα «τι θα κάνω χωρίς εσένα» σώπασαν με το χρόνο. Αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν αυτοί μα αλλάζεις κι εσύ. Θες, δε θες.

Κι όλα αυτά που ειπώθηκαν σε τυχαίες και περιστασιακές συναντήσεις για μελλοντικούς καφέδες σπανίως γίνονται πράξη. Τα περισσότερα είναι λόγια του αέρα. Μπορεί εκείνη τη μοναδική στιγμή να θες να μάθεις τα νέα του παιδικού σου φίλου που βασανίζατε τζιτζίκια μαζί ή παίζατε με τις Barbie. Ωστόσο αφού δοθούν τα χέρια και στρίψουν οι δύο αυτοί τις πλάτες, η νοσταλγία αυτή χάνεται.

Δίχως κάποια σημαντική αιτία συνήθως. Απλά γιατί μεγάλωσες. Και δεν έχεις χρόνο πλέον να βασανίσεις τζιτζίκια. Δεν έχεις χρόνο να παίξεις με Barbie. Περιορίζεις τα άτομα που θα βρεθούν στην καθημερινότητά σου. Είσαι επιλεκτικός γιατί ωρίμασες με τα χρόνια. Γιατί ο χρόνος σου και αυτός περιορίστηκε κατά το ήμισυ.

Όμως αυτές τις λίγες, είτε έμειναν άθιχτες απ’ το παιδικό παρελθόν σου είτε έγιναν μετέπειτα, δύσκολα θα τις αφήσεις πλέον. Είναι ένα, δύο, το πολύ τρία άτομα που θα θέλεις να πάρεις τηλέφωνο όταν δεν είσαι καλά. Ή αντιθέτως όταν είσαι πιο χαρούμενος από ποτέ. Είναι δύο, τρία άτομα που θα περάσεις καλά Σάββατο βράδυ στα μπουζούκια αλλά και Σάββατο βράδυ με μια κουβέρτα δίπλα στο τζάκι.

Γιατί αυτοί είναι πλέον οι φίλοι σου. Διότι θα ρωτήσουν να δοκιμάσουν από το φαί σου ενώ το έχουν κάνει ήδη. Θα ανοίξουν το ψυγείο σου λες και βρίσκονται στο σπίτι τους και θα σου φάνε ό,τι υπάρχει φαγώσιμο. Επειδή με απλά λόγια αυτοί που σου τρώνε όλο το φαί με τα χρόνια τους επέλεξες για να το κάνουν. Αλλά οι λίγοι αυτοί θα είναι δίπλα σου κι εσύ δίπλα τους.

Στένεψε ο κύκλος σου καθώς μεγάλωσες μα δεν πειράζει. Άλλοι χάθηκαν λόγω συνθηκών. Άλλοι σε πρόδωσαν. Μα κάτι σε δίδαξαν κι αυτοί. Κι όλοι αυτοί που πέρασαν, κάτι έδωσαν όσα κι αν πήραν.

Έμεινες λοιπόν με δύο άτομα να συζητάς πάσης φύσεως θέματα. Κάτι σαν αντιστρόφως ανάλογα ποσά, όσο αυξήθηκαν τα προβλήματα και τα θέματα που θέλησες να συζητήσεις, όσο βίωσες καταστάσεις, τόσο λιγόστεψαν οι φίλοι κι οι γνωστοί.

Γιατί οι ανθρώπινες σχέσεις είναι σαν τα πάζλ. Θα μείνεις με αυτούς που έχεις περισσότερα κενά να γεμίσεις. Που ταιριάζουν τα κομμάτια σας.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Κουλιάτσα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη