Οικογένεια: ένας καλά δομημένος θεσμός (τουλάχιστον σαν όρος), που θεωρείται ιερός. Μία σταθερή ιδέα που θέλει τους γονείς ενωμένους σε μία γερή κι ανοιχτή αγκαλιά, σαν ασπίδα προστασίας για τα παιδιά τους. Κι αυτή η απέραντη αγάπη, με τη σειρά της, απλώνεται στους συγγενείς. Βέβαια, ο κανόνας γίνεται, τελικά, εξαίρεση. Σπάνια υπάρχει τέτοια οικογένεια που οι δεσμοί αίματος να ‘ναι ικανοί από μόνοι τους να κρατήσουν ενωμένους όλους τους συγγενείς.
Αν τύχει και κάτσεις ήσυχος να παρατηρήσεις ένα γιορτινό τραπέζι γεμάτο με συγγενείς θα νιώσεις αμέσως τις ισορροπίες. Δε διαφέρουν και πολύ από οικογένεια σε οικογένεια. Όλα είναι χαρούμενα και γιορτινά μέχρι κάποιος να ρίξει στο τραπέζι το θέμα της οικονομικής κατάστασης του καθενός. Γιατί αν κάτι μπορεί να επιβληθεί στους ανθρώπους και να τους κυριεύσει, είναι το χρήμα κι η ζήλια. Αυτά τα δύο είναι αρκετά για να σπείρουν διχόνοια.
Όσο κοινότυπο, μίζερο κι άσχημο ακούγεται, άλλο τόσο είναι. Αποτελεί πραγματικότητα που οι ίδιοι οι άνθρωποι αποφάσισαν να δεχτούν. Τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που υπηρετούν συμφέροντα, έπεισαν τελικά τους ίδιους τους ανθρώπους να τα υπηρετούν αυτοί. Όχι όλοι, αλλά η ίδια η ιστορία κι ο κύκλος της ζωής επιβεβαιώνει πως οι περιουσίες κι οι κληρονομιές, με ελάχιστο κόπο, καταφέρνουν να διαλύσουν και τον πιο ιερό δεσμό, αυτόν που ενώνει μια οικογένεια.
Μόνο η ιδέα ότι η περιουσία δε μοιράζεται ισόποσα στα αδέλφια κάνει τους λιγότερο ευνοημένους να νιώθουν την αδικία εις βάρος τους. Αντιθέτως, αυτοί που βγαίνουν κερδισμένοι χαίρονται με τα υπάρχοντα που πλέον διαθέτουν στην κατοχή τους. Τους διαπερνά μια υπερηφάνεια που τους φουσκώνει από καμάρι, σαν να κόπιασαν οι ίδιοι να τα αποκτήσουν.
Αθάνατη, λοιπόν, η ελληνική οικογένεια που σφάζεται για τα περιουσιακά. Αδέλφια και ξαδέλφια δε μιλιούνται για χρόνια. Απαρνούνται το ίδιο τους το αίμα. Έχει καταντήσει να θεωρείται φυσιολογικό το να φθονούμε όσους ανέβηκαν ψηλά ακυρώνοντας όποια προσπάθειά τους, ή όσους γενικώς διαθέτουν περισσότερες ανέσεις από εμάς. Είναι τόσο συχνό το φαινόμενο που κατήντησε πραγματικότητα. Δε μας κάνει πια εντύπωση.
Κάποιοι κρατούν τα προσχήματα και μιλιούνται για να μη δώσουν τροφή στη γειτονιά να σχολιάσει. Άλλοι συμπεριφέρονται σαν ξένοι στην ίδια πόλη. Δεν ξέρεις τι είναι χειρότερο, τελικά. Να υποκρίνονται ή να στηρίζουν την απόφασή τους, ακόμα κι αν είναι αυθαίρετη; Είναι περίεργο και σίγουρα δε θες να βρεθείς στη θέση αυτού που πρέπει να αποφασίσει ποιανού το μέρος θα πάρει. Δε θες να είσαι στην αμήχανη θέση του ανιψιού που δεν έχει γνωρίσει τη θεία του, επειδή η οικογένειά του δεν της μιλάει. Ούτε στη θέση του εγγονού που ο ίδιος ο παππούς του τον απαρνιέται, διότι μάλωσε με την κόρη του για περιουσιακά. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν έχεις ιδέα σε ποιον να πας κόντρα και σε ποιον να δώσεις δίκιο. Αφού, τις περισσότερες φορές, ο παραλογισμός κυριαρχεί και περιπλέκει τόσο τα γεγονότα που όλοι μοιάζει να έχουν δίκιο κι άδικο ταυτόχρονα.
Απομακρύνονται και χάνονται, όχι επειδή ο άλλος πήρε κάτι που δικαιωματικά τους ανήκε. Απλά, στην τυχερή ζαριά δεν τους χαμογέλασε η μοίρα. Δημιουργούν έχθρες και μίση που μερικές φορές κρατούν γερά από γενιά σε γενιά. Ο προπάππους αδίκησε την οικογένεια και φταίνε τώρα ακόμα κι αυτοί που τότε δεν είχαν γεννηθεί.
Όλες οι οικογένειες μοιάζουν αγαπημένες και δεμένες μέχρι να κλείσει η πόρτα του σπιτιού τους. Καλύτερα να μην ξέρεις τι συμβαίνει από εκεί και πέρα, ειδικά αν δε σε επηρεάζει άμεσα. Μερικές φορές οι καταστάσεις δεν είναι καθόλου ευχάριστες. Διότι, όντως, υπάρχουν οικογένειες που δικαιολογημένα συμπεριφέρονται έτσι, αφού πράγματι αδικήθηκαν. Κι όμως, όσο κι αν πονάει ότι ο άλλος απέκτησε περισσότερα από ‘σένα κι έχει κάτι που σου ξέφυγε μέσα απ’ τα χέρια, με δεδομένο ότι είχατε τις ίδιες πιθανότητες να το αποκτήσετε, δεν έχει νόημα να κλαίγεσαι μια ζωή για κάτι που ποτέ δεν είχες. Όσα κατακτούμε μόνοι μας αξίζουν περισσότερο.
Αμέτρητες ταινίες εμπνεύστηκαν από τέτοιου είδους ενδοοικογενειακές ιστορίες που παρουσιάζουν αδικίες στα περιουσιακά. Αν προσπαθήσεις να το δεις απ’ την κωμική του πλευρά, έχει και λίγο πλάκα. Σκηνή πρώτη: δυο αδέλφια μαλώνουν γιατί η κληματαριά δε χωρίζει με ακρίβεια το χωράφι που τους μοίρασε ο πατέρας τους. Σκηνή δεύτερη: στο μυαλό σου έρχεται η κακιασμένη θεία που πεθαίνει κι όλοι ξαφνικά κλαίνε που τη χάσανε. Επόμενη στάση, το γραφείο του δικηγόρου γεμάτο συγγενείς που περιμένουν με αγωνία το αποτέλεσμα. Σαν να περιμένουν σε ποιον θα πέσει το φλουρί της βασιλόπιτας. Κι αν απ’ τη μια η ταινία μοιάζει δραματική, στο τέλος καταλήγει κωμωδία. Διότι, αν όχι γελοίο, είναι τουλάχιστον αστείο να θυμώσεις που δε σου έπεσε το φλουρί για φέτος.
Όταν η τύχη δεν είναι με το μέρος σου, φτιάξε εσύ τις συνθήκες που θα σε κάνουν να μοιάζεις τυχερός.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη