Όταν δυο άνθρωποι αποφασίζουν να ενώσουν τις ζωές τους, σημαίνει πως εμπιστεύονται ο ένας την ευτυχία του άλλου στα χέρια τους. Κάνουν μια σχέση γιατί θεωρούν πως απ’ την ένωσή τους προκύπτει κάτι ερωτικά δυνατό. Μια καθημερινότητα όπως τη θέλουν και προδιαγραφές για ένα μέλλον όπως, περίπου, το ονειρεύονται. Οι πράξεις μεταξύ τους είναι αληθινές κι οι σκέψεις που κάνουν ο ένας για τον άλλον φανερές.
Στην πραγματικότητα, όμως, πίσω από κάθε δύο που έγιναν ένα –όσο ενωμένοι κι αν είναι– πάντα ένα κομμάτι του καθενός συλλογίζεται και πράττει ως μονάδα. Άλλωστε, έτσι είναι το λογικό, αφού, όταν κάνεις μια σχέση δεν υπογράφεις καμία εγγύηση πως όλα θα ‘ναι για πάντα το ίδιο έντονα κι ομαλά. Τίποτα μέσα στη σχέση δε μένει στάσιμο. Με τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, τις συγκυρίες και τις καταστάσεις που έρχονται κι ανατρέπουν μονίμως τα δεδομένα, τα πράγματα συχνά έχουν την τάση να μεταλλάσσονται. Ακόμα και τα συναισθήματα που τρέφεις για κάποιον κάποτε εξασθενούν κι άλλοτε φουντώνουν.
Τότε, είναι στο χέρι του ζευγαριού πώς θα τα χειριστεί σκεπτόμενος ο καθένας ως μονάδα για το σύνολο. Στην άλλη όψη του νομίσματος, όμως, συνήθως με οδηγό τον φόβο, ο καθένας σκέφτεται ως μονάδα την περίπτωση του χωρισμού και την επιστροφή στη μοναξιά. Μια ανασφάλεια για το αν πρέπει να γυρίσεις στη ρουτίνα που είχες πριν. Η συνήθεια, ίσως, είναι πιο δυνατή από καθετί άλλο, άρα η ιδέα πως όσα κάνατε μαζί παύουν να υφίστανται είναι κάτι που μας τρομάζει όλους. Ακόμα κι αυτούς που η σχέση τους μοιάζει τελειωμένη.
Οι δεύτερες σκέψεις σε μια σχέση δεν είναι όσο απαγορευμένες μοιάζουν. Είναι φυσιολογικές και, αν τις χειριστείς σωστά, θα αποτελέσουν πηγή ομαλής εξέλιξης της σχέσης ή οριστικού τέλους -αν αυτή αποτελεί την πιο υγιή λύση για το ζευγάρι. Ο αναστοχασμός είναι κίνητρο για την ευτυχία δυο ανθρώπων που μοιράζονται μια ζωή ή ένα χωρισμό.
Υπάρχουν δύο είδη δεύτερων σκέψεων: Εκείνες που τροφοδοτούνται απ’ την ανασφάλειά μας για το πόσο μας αγαπά και μας νοιάζεται ο άλλος, κι εκείνες που προάγουν τη σχέση σε κάτι καλύτερο απ’ αυτό που ήδη είναι, οδηγώντας το ζευγάρι να προσπαθεί ακούραστα για ένα καλύτερο παρόν, που θα προσυπογράψει το μέλλον τους -είτε συνεχίσουν μαζί είτε χώρια.
Στην πρώτη περίπτωση, οι δεύτερες σκέψεις πηγάζουν απ’ την έλλειψη εμπιστοσύνης, η οποία συχνά μας οδηγεί σε λάθος μονοπάτια. Δημιουργούμε στο μυαλό μας μια νοητή ζυγαριά που απ’ τα δεξιά μετράει πόσα παίρνουμε κι απ’ τα αριστερά πόσα δίνουμε. Κάτι που από μόνο του είναι αυτοκαταστροφικό. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι έχουμε μάθει να μετράμε λάθος τις σχέσεις μας. Όσα κάνουμε κουβαλούν προσωπικό συναίσθημα κι έτσι νιώθουμε πως έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ αυτά που κάνει ο άλλος για μας. Επομένως, όσα κάνουν οι άλλοι δεν είναι ποτέ αρκετά. Τέτοιου είδους σκέψεις υποκινούνται από εγωιστικά κίνητρα και δε βοηθούν τη σχέση αλλά ούτε και τη μονάδα. Θολώνουν την κρίση μας και μας οδηγούν σε λάθος συμπεράσματα, μην μπορώντας να εκτιμήσουμε σωστά όσα έχουμε.
Βέβαια, υπάρχουν κι οι δεύτερες σκέψεις που ο καθένας ναι μεν κάνει σιωπηλά για τον εαυτό του, όμως, το γεγονός ότι κατευθύνονται απ’ την προσπάθειά να γίνει πιο όμορφη κι ευτυχής η εκάστοτε σχέση κάνει αυτές τις σκέψεις να αποκτούν θετική χροιά. Όχι, μόνο δεν είναι βλαβερές, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση μοιάζουν αναγκαίες. Συγκεκριμένα, είναι κι αυτές σκέψεις κρυφές. Αυτό που τις διαφοροποιεί, όμως, απ’ τις προηγούμενες είναι το κίνητρο. Ο καθένας κάνει κάθε τόσο τον απολογισμό της ζωής του, αναστοχάζεται τις καταστάσεις και κάνει την αυτοκριτική του.
Εφόσον, βρισκόμαστε σε μια σχέση κάνουμε ταυτόχρονα και τον απολογισμό αυτής, διότι σίγουρα καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μας. Κάνοντας, λοιπόν, τα πάντα για να βελτιώσουμε τον εαυτό μας, ταυτόχρονα βελτιώνουμε και το «μαζί». Διορθώνουμε τα λάθη και τις ατέλειές μας και τονώνουμε τα θετικά στοιχεία μας. Η διαφορά εδώ έγκειται στο γεγονός πως αυτού του είδους οι σκέψεις δε μένουν κρυφές, παρά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάποια στιγμή τις φανερώνουμε στο ταίρι μας. Είτε με το να κάνουμε πράξη όσα σκεφτόμαστε είτε με το να συζητήσουμε ανοιχτά τους προβληματισμούς μας με τον άλλον για να προχωρήσουμε μπροστά.
Άρα, με αυτόν τον τρόπο, το γεγονός ότι αναρωτιόμαστε αν πρέπει να μείνουμε ή όχι σε μια σχέση, ή έστω αν η σχέση κυλάει ομαλά είναι υγιές. Το να αμφισβητούμε κάτι για το οποίο παλεύουμε να στήσουμε με όσο πιο γερά θεμέλια γίνεται, δεν είναι κακό. Ίσα-ίσα, ενίοτε η αναποφασιστικότητα μας κρατά σε εγρήγορση.
Βέβαια, κάνουμε λόγο για τις αποφάσεις που καθυστερούμε να πάρουμε ψάχνοντας τη βέλτιστη για μας λύση κι όχι για την αναποφασιστικότητα που καταντάει ένας άρρωστος κύκλος χωρίς τέλος. Με την ανασκόπηση αυτή, στόχος είναι να εντοπίζουμε το πρόβλημα, να το συζητάμε και να το λύνουμε από κοινού, κι όχι να πράττουμε αυθαίρετα δίνοντας στο πρόβλημα μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ αυτές που του αναλογούν.
Το κλειδί, λοιπόν, στις δεύτερες σκέψεις είναι η συζήτηση. Μόλις εντοπίζουμε ένα πρόβλημα, είναι λάθος να το οικειοποιηθούμε και να δώσουμε λύση μόνοι μας. Δεν αφορά μόνο εμάς, χρειάζεται συνεννόηση και μέτρο. Ο καθένας βελτιώνει τον εαυτό του και μαζί τη σχέση. Όταν πια ο καθένας αρχίζει να σκέφτεται τα προβλήματα ως δικά του και μόνο κι αρνείται να τα συζητήσει, προφανώς δεν έχει τη διάθεση να τα λύσει. Τότε, το πρόβλημα δεν είναι οι δεύτερες σκέψεις, αλλά αν η ίδια η σχέση πλέον έχει λόγο να υφίσταται.