Οι δυο βασικότερες φιγούρες που εμπιστευόμαστε ως παιδιά που μεγαλώνουν υπό κανονικές συνθήκες, είναι οι γονείς. Η μητέρα και ο πατέρας μας αποτελούσαν για χρόνια το πρότυπό μας. Σε μια κοινωνία που εμφύσησε μέσα μας την ιδέα πως οι γονείς ερωτευμένοι και αγαπημένοι μεγαλώνουν τα παιδιά τους ενωμένοι σε μια αγκαλιά, το να εγκαταληφθεί κάποιος από τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία, δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να μας συμβεί τα πρώτα εκείνα χρόνια που ξυπνάμε για να πάμε στο σχολείο. Ιδίως αν αυτός φύγει για τα μάτια μιας άλλης γυναίκας.
Ο φυγή του πατέρα από την οικογενειακή στέγη γράφει ανεξίτηλα σε μια ανώριμη ακόμα από βιώματα ψυχή. Και συχνά το κορίτσι εκείνο που μεγάλωσε χωρίς πατέρα θα το δούμε να επιλέγει συντρόφους που αποτελούν συνυφασμένο παράδειγμα του προτύπου εκείνου. Δηλαδή, άντρες παντρεμένους που κανένας ηθικός φραγμός δεν τους εμποδίζει από το να ξεκλέβουνε λίγο από τον χρόνο που διαθέτουν στη γυναίκα τους για να πουλήσουν έρωτα σε μια καινούργια ύπαρξη που μπήκε στη ζωή τους. Και η καινούργια αυτή ύπαρξη θα είναι η κόρη εκείνη που έζησε τον αποχωρισμό του μπαμπά απ’ τη μαμά.
Πιθανότατα, βέβαια, η φυγή εκείνη του πατέρα να προκαλέσει τόσο έντονη αποστροφή, ώστε η κόρη τελικά να επιλέγει στη ζωή της συντρόφους εκ διαμέτρου αντίθετους από τη φιγούρα του μπαμπά της. Κι ακόμα πιο πιθανό σενάριο αποτελεί το γεγονός να συμπεριφέρεται όπως ακριβώς κι οι κοπέλες που δεν εγκαταλήφθηκαν ποτέ.
Συγκεκριμένα, όμως, τα βιώματα της παιδικής ηλικίας συχνά επηρεάζουν τις συμπεριφορές των ατόμων κατά την ενηλικίωσή τους. Αυτό δεν είναι κάτι που χρειάζεται απαραίτητα να εξηγηθεί με ψυχολογικές θεωρίες και τεκμήρια. Συχνά παρατηρούμε στη ζωή μας το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά μας να καθοδηγείται από εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, τόσο συνειδητά όσο ίσως και ασυνείδητα.
Όλα βασίζονται σε προηγούμενα βιώματα, επιθυμίες, ανάγκες και στον χαρακτήρα μας. Το κράμα αυτών των σημείων που διέπουν την καθημερινότητα μας, οδηγεί στις επιλογές που κάνουμε τυχαία ή επιτηδευμένα και τελικά δημιουργούνται οι συγκυρίες που ορίζουν το παρόν μας και σχεδιάζουν να προσυπογράψουν το μέλλον μας.
Ωστόσο, ανεξαρτήτως συγκεκριμένων περιπτώσεων που κάποιος παντρεμένος πραγματικά ερωτεύεται μια άλλη γυναίκα παραγκωνίζοντας όσα νιώθει για τη γυναίκα του, μαζικά γίνεται λόγος για ανθρώπους που διασκεδάζουν την πλήξη τους. Επιθυμούν λίγη αδρεναλίνη να σπάσει η μονότονη ρουτίνα τους. Κάθε άνθρωπος, βέβαια, έχει το δικαίωμα να ζει τη ζωή του όπως επιθυμεί, αρκεί να σέβεται τα συναισθήματα των άλλων και να είναι σαφής ως προς το τι έχει σκοπό να κάνει. Αν κάποιος κρίνει σωστό το να προδίδει τον άνθρωπο με τον οποίο ο ίδιος επέλεξε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, είναι κι αυτό δικαίωμά του. Κουβαλάει, όμως, και την ευθύνη των πράξεων του, αν όχι κάποιες υποτυπώδεις τύψεις.
Μια ελεύθερη, λοιπόν, γυναίκα επιλέγει να κάνει σχέση ή έστω να συνάπτει επαφές με άντρες που στο δεξί τους χέρι έχουν ήδη φορέσει μια βέρα. Δεν αποτελεί κανόνα, συμβαίνει όμως. Σημαίνει πως είναι αντροχωρίστρα, κακομαθημένη, εγωίστρια κι αναίσθητη; Αυτοί είναι ίσως και οι πιο κόσμιοι χαρακτηρισμοί που θα της αποδοθούν από τον περίγυρο. Όχι πως αυτό είναι σωστό, αυτό, όμως, γίνεται, αφού έχουμε μάθει να κρίνουμε τους ανθρώπους επιφανειακά. Μπορεί να ξέρεις τι γίνεται στο σπίτι των γειτόνων σου, αλλά δε γνωρίζεις το γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει στον καθένα γύρω σου. Κι όταν δε γνωρίζεις τις αιτίες είναι αυθαίρετο το συμπέρασμα που προκύπτει από την προσωπική σου κρίση.
Παρόλα αυτά ίσως, όντως, έτσι να είναι. Να της αρέσει να κονταροχτυπιέται με τις άλλες γυναίκες για το ποια θα κατακτήσει το πολυπόθητο λάφυρο. Να αποτελεί εκείνο το παράδειγμα ανθρώπου που νομίζει πως όλα του ανήκουν.
Μπορεί, όμως, να είναι κάτι παραπάνω από μια γυναίκα που αδιαφορεί για τις άλλες γυναίκες. Μπορεί να είναι μια γυναίκα που αδιαφορεί για τον ίδιο της τον εαυτό. Τόσο που αυτοκαταστρέφεται και καίγεται για να αποδείξει πως αυτή μπορεί να κρατήσει δίπλα της όποιον άντρα επιθυμεί, ακόμα κι αν τον έχει ήδη μια άλλη. Αυτή κατά κάποιον τρόπο μπορεί να καταφέρει αυτό που δεν κατάφερε η μητέρα της στήνοντας το ίδιο σκηνικό με αλλά πρόσωπα. Φυσικά, δεν είναι κάτι που κάνει μεθοδικά και μελετημένα.
Ή χειρότερα θυσιάζει τα συναισθήματα και τα όνειρα που έχει για να ταπεινώνει το εαυτό της ξανά και ξανά. Να ξαναζεί την εγκατάλειψη από έναν άντρα, όπως τότε με τον πατέρα της. Διότι γνωρίζει καλά πως ο παντρεμένος δεν κάνει παράλληλη σχέση για να χωρίσει τη γυναίκα του. Δεν έχει τέτοιο σκοπό. Πετάει για λίγο απ’ τη φωλιά του, μα σύντομα θα γυρίσει πίσω, εκεί που ανήκει. Έχει πείσει τον εαυτό της πως αυτό της αξίζει. Μια ταινία που παίζει ξανά και ξανά στην ίδια οθόνη τηλεόρασης. Από ανασφάλεια πως δεν είναι ικανή να διεκδικήσει απ’ τη ζωή της κάτι καλύτερο απ’ αυτό που ήδη έχει.
Όπως και να ‘χει είναι μια γυναίκα που καταστρέφει τον εαυτό της κι όχι έναν γάμο. Το τρίτο πρόσωπο δεν έχει τη δύναμη να χωρίσει ένα καλά ριζωμένο και προσγειωμένο ζευγάρι. Βρίσκει χώρο και τρυπώνει. Εκείνος που ανοίγει την πόρτα να περάσει το τρίτο πρόσωπο, μάλλον σ’ αυτόν αναλογεί το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Ίσως πάλι και όχι. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική.