Φαντάσου να πάσχεις από μία μίνι αγοραφοβία. «Μίνι» την ονομάζω εγώ δηλαδή, γιατί με τα χρόνια συμβιβάστηκα με την ύπαρξή της, και πριν φτάσω στο σημείο να μάθω ότι υπάρχει κι ονομάζεται «Αγοραφοβία», νόμιζα πως αποτελούσε απλώς ένα ακόμη αψυχολόγητο χαρακτηριστικό μου. Η αγοραφοβία λοιπόν, αυτή η θρασύτατη κυρία, αρέσκεται στο να σου προκαλεί ταραχή όταν κινείσαι σε τοποθεσίες, οι οποίες αποτελούνται από κόσμο περισσότερο από αυτόν που αντέχεις. Δημόσιους χώρους, κυρίως, με πολλά άγνωστα πρόσωπα! Φαντάσου να πρέπει να διασχίσεις μια κεντρική πλατεία που σφύζει από κόσμο, όταν το μόνο που βλέπεις μπροστά σου είναι μια θολούρα.
Προσωπικά λοιπόν, δεν το φαντάστηκα απλά, αλλά το βίωνα σε καθημερινή βάση και σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Με έπιανε αδικαιολόγητο άγχος και μόνο που σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να περάσω μπροστά από μερικές καφετέριες στις οποίες επικρατούσε κοσμοσυρροή, που με αποσυντόνιζε κάθε φορά το ίδιο. Τόσο, που και γνωστός μου να περνούσε δίπλα μου εκείνη τη στιγμή, ούτε που θα τον αντιλαμβανόμουν αν δεν με έπιανε από το χέρι να με σταματήσει πρώτος. Άλλες φορές που τύχαινε να ακούσω το όνομά μου -γιατί το βουητό στα αυτιά που συνόδευε την ταραχή μου έπαιζε ήδη σε υψηλά ντεσιμπέλ- να βγαίνει από το πλήθος, διχαζόμουν στο αν έπρεπε να γυρίσω να αντικρίσω αυτόν που με φωνάζει, με τον κίνδυνο να αποσυντονιστώ τελείως, ή να συνεχίσω την ευθεία πορεία μου, γιατί πολύ απλά ίσως και να μην άκουσα καλά. Για όλα τα παραπάνω, επέλεγα να διασχίζω στενάκια ή δρόμους με λιγότερο κόσμο, ώστε να αποφεύγω αυτό το μούδιασμα που μετέτρεπε τα πόδια μου σε ζελέ. Σχεδόν πάντα, για να διευκολύνω τη διαδρομή μου, φορούσα hands-free με μουσική, τόσο σιγανή ώστε να μπορώ να ακούω τα αυτοκίνητα, αλλά τόσο δυνατή για να με κάνει να αγνοώ το βάρος που πίεζε το στήθος μου.
Εννοείται πως σε χώρους όπως τράπεζες ή γεμάτα αστικά, στα ταμεία του σούπερ μάρκετ, αεροδρόμια και λιμάνια, για μερικά λεπτά, με έπιανε δυσφορία και αισθανόμουν το σώμα μου να ανεβάζει υπερβολική εσωτερική θερμοκρασία. Κοινώς, ζεσταινόμουν αδικαιολόγητα! Ευτυχώς, το όλο σύνδρομο σχεδόν εξαφανιζόταν όταν συνοδευόμουν από ένα άλλο πρόσωπο. Το άλλο άτομο, όποιο και να ήταν, αποτελούσε την ασφάλειά μου. Απλά εστίαζα σε εκείνο και μπορούσα να κρατάω υπό έλεγχο τη θολούρα που εμφανιζόταν μπροστά μου.
Ήμουν από εκείνους, που αν επρόκειτο να συναντήσουν την παρέα τους σε ένα μαγαζί, ζητούσαν από κάποιον να βγει στην είσοδο να τους πάρει λες και ήταν πέντε χρονών παιδιά. Και για να το αποφύγω αυτό, συνήθως επέλεγα για τόπους συνάντησης τα στέκια μου, καθώς ήταν πιο οικεία σε μένα, κάτι που επίσης λειτουργούσε ως δικλείδα ασφαλείας. Κάνε εικόνα το κορίτσι εκείνο, που σε ραντεβού δεν προτιμούσε να ηγηθεί για να βρει τραπέζι με χάρη, αλλά σχεδόν παρακαλούσε όποιον τη συνόδευε να προχωρήσει μπροστά κι εκείνη απλά ακολουθούσε. Κι αν αναρωτιέστε και για το κομμάτι της δουλειάς, όπως οι περισσότεροι φοιτητές, εργάζομαι σε χώρους εστίασης, και δε φαντάζεστε πόσο δύσκολο ήταν να προσαρμοστώ και να αποβάλλω το άγχος που με κατέβαλε όποτε έπρεπε να αντιμετωπίσω τρία ή τέσσερα άγνωστα πρόσωπα ταυτόχρονα.
Κι όμως, την έχω κρατήσει σε καταστολή αυτήν την θρασύτατη κυρία. Την κοίταξα κατάματα, τη στρίμωξα και δεν της άφησα πολλά περιθώρια επιλογής. Συζήτησα το θέμα αυτό με κάποιον ειδικό, και μετέπειτα με έβαλα αντιμέτωπη με την μεγαλύτερη πρόκληση -για μένα τουλάχιστον- της ζωής μου. Να φύγω αυθημερόν ένα ταξίδι εντελώς μόνη μου, σε ένα νησί όπου δε γνώριζα καμία συντεταγμένη και δεν είχα κανένα γνώριμο πρόσωπο. Με έναν προορισμό που για να τον βρω, έπρεπε σίγουρα να καθαρίσω το κεφάλι μου από το βουητό και τη θολούρα που με κατέβαλαν, να στεγνώσω τα χέρια μου από τον ιδρώτα και να βρω το δρόμο μου μέσα σε όλα τα πλημμυρισμένα -από άγνωστα πρόσωπα- σοκάκια. Και το κατάφερα!
Δε θα πω ψέματα. Υπάρχουν ακόμη εκείνες οι στιγμές που κάτι με φρικάρει, ενώ νιώθω σίγουρη για τον εαυτό μου, ξαφνικά πανικοβάλλομαι και νιώθω πάλι μικροσκοπική μέσα σε όλο αυτόν τον κόσμο, χαμένη μέσα σε ένα χαοτικό χάος. Αλλά επανέρχομαι, θυμάμαι ότι κατάφερα το πιο δύσκολο για μένα. Κι αυτό αποτελεί ένα νέο είδος ασφαλείας. Ο δικός μου αναμμένος φάρος, που με κρατάει στο σωστό δρόμο.
Μάθε, λοιπόν, να κρατάς τον πήχη ψηλά, το κεφάλι ψηλότερα, και να συνεχίζεις κόντρα στους φόβους σου. Όταν δυσκολεύεσαι να ανταπεξέλθεις, θυμήσου το δρόμο που έχεις ήδη διασχίσει, τα βήματα που έκανες για να φτάσεις στο σημείο που βρίσκεσαι τώρα. Δε θα είναι εύκολο να κρατηθείς σε σταθερή πορεία, αλλά όσο προχωράς ενάντια σε αυτό που σε φοβίζει, τόσο ευκολότερα μαθαίνεις να το αντιμετωπίζεις. Σταδιακά απλά κάνεις αυτό το συναίσθημα να μοιάζει ασήμαντο ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα. Σχεδόν ανύπαρκτο μέσα στην τωρινή ηρεμία σου. Δεν πυροδοτείται, όσο εσύ δεν του αφήνεις περιθώρια. Μην αυταπατάσαι, θα σε ταλαιπωρεί, άλλωστε κανένα συναίσθημα δεν μπορεί να εξαφανιστεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Αλλά όσο το παλεύεις, τόσο περισσότερο αυτό θα εξασθενεί. Στο κάτω-κάτω ο,τι σε φοβίζει είναι απλώς ένα μικρόβιο, και μόλις βρεις την κατάλληλη αντιβίωση, να θυμάσαι, μπορείς εύκολα να το αποτελειώσεις.