Τότε δεν μπορούσες να το σκεφτείς. Εκείνη τη μέρα που γύρισες σελίδα στη ζωή σου κι ένιωθες τόση αγωνία για το καινούργιο, το διαφορετικό· μύριζε ελευθερία, μα δεν κατάλαβες πόση μοναξιά μπορεί να κρύβει η ελευθερία.

Κάπου μέσα σου απορείς. Σκέφτεσαι πώς έφτασες ως εδώ· άλλαξες τα πάντα σχεδόν, έγινες αυτό το «κάτι» που έψαχνες πάντα στο μυαλό σου κι, όμως, τελικά ανταμείβεσαι με μοναξιά. Σε μια πόλη γεμάτη έρωτα, ζωντάνια, χαμόγελα, ανθρώπους φιλόξενους, εσύ αισθάνεσαι κενό. Άγνωστοι μέσα σε άγνωστους, με τα «εγώ» να καλούνται να επιβιώσουν σε ένα χάος που –πόσο θλιβερό– κάποτε πάλεψαν να γίνουν ένα με αυτό!

Έρχονται στιγμές που θα έδινε τα πάντα η καρδιά για να ξανανιώσει την ανεμελιά και τη ζεστασιά του τότε. Μα δε γυρίζουν οι στιγμές. Μια βόλτα στα στενά αρκεί για να φέρει το δάκρυ που τόσο πολύ αντιστέκεται να τρέξει. Εκεί, που ψάχνεις τους δικούς σου, τους φίλους σου, τα βράδια σας, τον παιδικό σου έρωτα, και δεν έρχονται. Δεν είναι εκεί. Μια άνοστη ρουτίνα σε τρώει, ανούσιες γνωριμίες που σε πνίγουν.

Έτσι περνάει ο καιρός και κλείνεσαι όλο και πιο πολύ στον εαυτό σου. Σε βλέπουν οι γύρω και νομίζουν ότι είσαι καλά επειδή χαμογελάς, μα αλήθεια– κανένας δε ρώτησε ποτέ αν όντως είσαι. Και δε θέλεις και να πεις ότι όντως δεν είσαι. Μαθαίνεις να ζεις μέσα από ιστορίες που δημιουργείς για να δείχνεις πως όλα είναι εντάξει. Δεν ξέρεις πώς, αλλά να, όλη αυτή η απομόνωση σε ρίχνει σε βαθιά νερά. Κάποιοι το ονομάζουν μελαγχολία. Άλλοι σε θεωρούν απλά εσωστρεφή. Στην πραγματικότητα ούτε κι εσύ ξέρεις πώς είσαι και τι ακριβώς έχεις να αντιμετωπίσεις. Μόνο λίγα αυτοάνοσα σε ταρακούνησαν κάποιες φορές. Πλέον χρειάζεται να δεις το σώμα να αλλάζει για να το συνειδητοποιήσεις. Μια ατελείωτη κούραση, καμιά ευχαρίστηση πια δεν αρκεί.

Δεν μπορείς να καταλάβεις μέσα στη σύγχυση ότι αυτό που σε οδηγεί σε αυτά τα αποτελέσματα είναι η καλά οργανωμένη μοναξιά σου. Μα πώς; Αφού έχεις τόσους γύρω σου. Φοβάσαι, όμως δεν ξέρεις γιατί φοβάσαι. Έχεις καταλήξει πως δε θέλεις να το κουράζεις και δεν είναι ανάγκη να μάθουν οι «ξένοι» πώς νιώθεις. Γιατί έτσι είστε όλοι μεταξύ σας. Μέσα από γέλια και αδιάφορες συζητήσεις παραμένετε ξένοι. Και προσπαθείς –ή τουλάχιστον πιστεύεις ότι προσπαθείς– να μπεις σε κύκλους, να γνωρίσεις τον κόσμο, να χαρείς με στιγμές. Μα σε κερδίζει πάντα η ασφάλεια του σπιτιού.

Άραγε, τον αγαπάς τον εαυτό σου; Ίσως όχι αρκετά, αφού έχεις δεθεί με αυτή την παθογένεια. Ίσως όμως τον αγαπάς πιο πολύ απ’ όσο πίστευες, γιατί δεν ξαναγυρνάς στα παλιά. Αυτά τα διλήμματα κάθε βράδυ σε πνίγουν. Η αλλαγή θα έρθει μόνο αν βρεις τη λύση στο πρόβλημα. Αλλά δεν έχεις χρόνο, πρέπει να συνεχίσεις τη ρουτίνα σου. Έτσι είναι η ζωή. Είναι όντως έτσι, όμως;

Άλλη μια βόλτα στους δρόμους. Φώτα, φασαρία, κόσμος! Ξανά από την αρχή. Τίποτα δεν άλλαξε. Μόνο εσύ. Άγρια τελικά αυτή η πόλη, σκέφτεσαι! Και μια ντροπή σε πιάνει όταν ανακουφίζεσαι στη σκέψη πως δε νιώθεις μόνο εσύ έτσι. Κακές σκέψεις έρχονται να τιμωρήσουν τη χαρά σου. Έγινες κι εσύ ένα κρύο πλάσμα, λες στον καθρέφτη σου, σαν αυτούς εκεί έξω. Και πάλι αυτοτιμωρείσαι! Στο τέλος όμως, χωράει ένα «μπράβο» στον εαυτό σου που πέρασε κι αυτή η μέρα. Θα ζήσεις τις στιγμές που φαντάστηκες τότε. Θα τη γνωρίσεις αυτή την πόλη όπως σου πρέπει. Δεν είναι τόσο μαύρη όσο πιστεύεις. Ξημερώνει μια μέρα ακόμα. Θα δεις πως όλα είναι στο μυαλό. Ο άνθρωπος έχει την τάση να τα μεγαλοποιεί λίγο τα πράγματα. Αυτό συμβαίνει και τώρα. Αυτό θα πεις σήμερα για να βγει η μέρα.

Μέχρι την επόμενη. Κι εκείνη που θα ακολουθήσει. Τελικά, έτσι κυλάει η ζωή στην πόλη.

Συντάκτης: Χριστίνα Τσαβλίδου