Ανέβηκε λαίμαργα τις σκάλες με ζαλισμένα βήματα.
Έκατσε στην καρέκλα απέναντι του, «να κρατάμε τις αποστάσεις» σκέφτηκε, αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα κι εγώ φοβάμαι πιο πολύ απο εσένα αλλά δε θα στο δείξω.
Με το βλέμμα στο πάτωμα αποφεύγει να απαντήσει στις επίμονες ερωτήσεις του. Η επιβλητική του παρουσία όμως δεν αφήνει και πολλά περιθώρια.
«Το ποτήρι μου είναι εδώ και σε περιμένει γεμάτο να τσουγκρίσουμε κι εσυ διστάζεις, γιατι;»
Το βλέμμα ακόμα στο πάτωμα κι εκείνος ακάθεκτος
– Θυμάσαι τι μου είπες την τελευταία φορά;
– Θυμάμαι
– Φοβήθηκες που το είπες;
– Πολύ.
Στην άκρη του τραπεζιού μια τράπουλα. All in or fold?
Tζογαδόρικη φράση αλλά κι ο έρωτας τζόγος δεν είναι;
Ανακατεύει αμήχανα, τραβάει άσσο κούπα.
All in!
Κάποια πράγματα είναι γραφτό να συμβούν.
Το καφέ κλάμερ πέφτει και γίνεται κομμάτια στο πλακάκι. Τα μαλλιά της ακουμπούν τους ώμους κι εκείνη ανατριχιάζει. Της βγάζει το φόρεμα με αργές κινήσεις και μένει γυμνή μπροστά του. Τα χέρια του την αγκαλιάζουν απο τους γοφούς και την οδηγούν στην κρεβατοκάμαρα.
Γιασεμί. Το πρώτο που θυμάται. Κι έπειτα τα μεταξωτά μωβ σεντόνια.
Τη στιγμή που τα δάχτυλα του μελανίαζουν τους καρπούς της, ένα «σε θέλω εδώ, να είσαι η γυναίκα μου», γεμίζει τον χώρο.
Εκείνη τρέμει ολόκληρη στην αγκαλιά του, οι αντιστάσεις σπάνε.
Καθώς πλέκει τα χέρια του στα μαλλιά της, την πονάει και συνεχίζει «να μην είσαι πουθενά αλλού, με κανέναν άλλο, δική μου μόνο.» Γνέφει καταφατικά και του ψιθυρίζει «μόνο.»
Υπάρχουν φιλιά που σε σημαδεύουν, που διαγράφουν πάνω στο κορμί σου ιδιοκτησίες.
Να είσαι δική μου, να μου ανήκεις. Να μη θέλω να είμαι πουθενά πέρα από εδώ.
Αν είναι να έχω σημάδια ας είναι τα δικά του.
Αν ο κόσμος λέει πως κανείς δεν είναι κανενός, εγώ βγαίνω πρώτη σειρά να φωνάξω ότι είμαι δική του. Και δε φοβάμαι πια. Και δε με νοιάζει πια.
Έκλεισε τα μάτια της και αφουγκράστηκε με όλες τις αισθήσεις της το άγγιγμα,το φιλί, το χάδι και τον πόνο.
Στο δωμάτιο ακούστηκε το όνομα του κι ύστερα απο μια μικρή παύση «σ’αγαπώ». Κι ήταν το πιο ανόθευτο, το πιο αληθινό, το πιο φοβισμένο και γενναίο που ξεστόμισε.
Έγειραν στα μωβ σεντόνια αγκαλιασμένοι κι αποκαμωμένοι να πουν οτιδήποτε άλλο.
Τους βρήκε το ξημέρωμα με τα στόματα κολλημένα και τις ανάσες μπλεγμένες σε ένα κοινό όνειρο, στο ίδιο μαξιλάρι χαμογελώντας.
Ένα χρόνο μετά, δε θυμόταν αν αυτή η νύχτα υπήρξε όντως ή ήταν αποκύημα της φαντασίας της.
Μόνο που κάποιες φορές όταν βρεθεί γυμνή μπροστά στον καθρέφτη της, αντικρίζει τα σημάδια απο τα φιλιά του, αυτά που ακόμα φωνάζουν πως του ανήκει. Είναι δική του, ιδιοκτησία του.
Τότε ζαλισμένη απο έρωτα στρώνει μωβ σεντόνια στο δικό της κρεβάτι, ξαπλώνει σε ένα μαξιλάρι και τον περιμένει. Ανακατεύει την τράπουλα,τραβάει άσσο κούπα… all in ακόμη μια φορά.
Ξαφνικά το δωμάτιο μυρίζει γιασεμί.