Να το πιάσουμε λίγο από την αρχή για το τι είναι ρομαντισμός;
Ρεύμα λογοτεχνικό, που επεκτάθηκε και στις υπόλοιπες τεχνες, και αρχικά εμφανίστηκε για να πάει κόντρα στον ορθολογισμό και στην και στη στεγνή στιβαρότητα του κλασικισμού που εξέφραζε η αριστοκρατία της εποχής.
Από την Αγγλία και τους πρώτους ποιητές, στον Ρουσσώ, τον Ουγκώ και τους καταραμένους ποιητές, χαρακτηρίστηκε από την «αυθόρμητη υπερχείλιση των συναισθημάτων», και αργότερα έγινε στάση ζωής για ακόμα περισσότερους.
Ας κρατήσουμε λοιπόν τον αυθρομητισμό και την ελευθερία έκφρασης των συναισθημάτων ως δεδομένο και πάμε να δούμε τους λεγόμενους σύγχρονους ρομαντικούς.
Εμείς που αυτοχαρακτηριζόμαστε «ρομαντικοί» δεν είμαστε ξενέρωτοι.
Δεν είμαστε αρρωστάκια που την βρίσκουμε μόνο με τη λύπη και τη στεναχώρια και σίγουρα δεν είμαστε μελό από άποψη.
Δεν είναι στάση ζωής μας η κλάψα και η μιζέρια.
Δεν καθόμαστε να διαβάσουμε Καρυωτάκη και Πολυδούρη και να σκεφτούμε τρόπους να αυτοκτονήσουμε.
Δεν ακούμε «έντεχνη» μουσική και κλαίμε δίχως λόγο, έτσι γιατί δεν έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε.
Στο ρομαντισμό ως κίνημα κυριαρχεί το συναίσθημα έναντι της λογικής, το ίδιο και σε εμάς τους ρομαντικούς.
Έχουμε μια πιο ευαίσθητη οπτική για τη ζωή.
Επιμένουμε να πιστεύουμε στην καλή πλευρά των ανθρώπων, διαλέγουμε να δούμε την ομορφιά μέσα στην ασχήμια της εποχής.
Δεν ονειροβατούμε. Ξέρουμε πού ζούμε, απλώς δεν μας αρέσει ο κόσμος των κυνικών.
Κι αν εσείς οι κυνικοί μας θεωρείται ξενέρωτους, εμείς σας θεωρούμε ρηχούς και αδιάφορους.
Δεν είναι απαραίτητο ότι θα μας αρέσει η ποίηση, αλλά αν μας αρέσει είναι γιατί έχουμε την ικανότητα πίσω από τις λέξεις να διακρίνουμε πώς ένιωθε εκείνος που την έγραε, κι όχι μόνο για να την αναλύσουμε φιλολογικά.
Αν κλαίμε σε κάποια τραγούδια, είναι γιατί μας σημάδεψαν κάποτε ή γιατί μας ωθούν σε κάτι ή γιατί απλά μας εκφράζουν και δεν μας ντροπιάζει η έκφραση.
Όσο κάποιοι υπολογίζουν τι θα δείξουν και τι όχι, εμείς το βιώνουμε.
Προτιμάμε να ζούμε την κάθε μας στιγμή και εμπειρία με συναίσθημα και στα άκρα παρά με χλιαρότητα και στην επιφάνεια.
Θα κλάψουμε και θα πονέσουμε όταν αυτό νιώσουμε, χωρίς να φοβηθούμε οτι θα φανούμε αδύναμοι.
Αδυναμία είναι να μην μπορείς να εξωτερικεύσεις ό,τι νιώθεις.
Δεν έχουμε καμία ανάγκη να το παίξουμε σκληροί και συνειδητοποιημένοι, γιατί είμαστε ήδη και απλά το δείχνουμε όταν και όπου πρέπει.
Δεν κρύβουμε τις ανασφάλειες μας πίσω απο δήθεν μάσκες ωριμότητας αλλά τις εκθέτουμε στα μάτια όλων, αν έτσι μας βγεί, γιατί επιμένουμε στο ανθρώπινο στοιχείο και όχι στο ρομποτικό.
Είμαστε εμείς που κάνουμε το ανέφικτο εφικτό, που τολμάμε γιατί πιστεύουμε ακόμα ότι τα όνειρα βγαίνουν αληθινά αν πιστεύεις και προσπαθείς γι’ αυτά.
Είμαστε εμείς που κόντρα στον καιρό και στις όποιες σφαλιάρες φάγαμε συνεχίζουμε να χαμογελάμε στη θέα του επόμενου πρωινού.
Είμαστε εμείς που πιστεύουμε στις νεράιδες, τα ξωτικά και τα παραμύθια όχι απο αφέλεια, αλλά γιατί διατηρήσαμε ανόθευτη την παιδικότητά μας και μας αρέσει να βάζουμε λίγο μαγεία στην ωμότητα που διακατέχει τον κόσμο.
Είμαστε εμείς που θα τολμήσουμε και θα ανατρέψουμε τη ζωή μας γιατί έχουμε τα κότσια να την ονειρευτούμε καλύτερη και δεν θα συμβιβαστούμε στο βόλεμα της αριθμητικής, στυγνής λογικής.
Είμαστε εμείς που θα πάρουμε ρίσκα και θα μας χαρακτηρίσουν «τρελούς» όσοι δεν τολμούν από φόβο μήπως χάσουν.
Κι αν εντέλει χάσουμε, είμαστε εμείς που λέμε «με γεια μας, με χαρά μας, τουλάχιστον προσπαθήσαμε».
Στον έρωτα δεν είμαστε εκείνοι που ζούμε σε ελληνική ταινία του ΄60.
Δεν περιμένουμε να μας κάνει καντάδα ο αγαπημένος μας στον ξάστερο ουρανό, ούτε θα πέσουμε στα πατώματα απο καρδιοχτύπι αν μας δώσει ένα λουλούδι.
Είμαστε εκείνοι που ζούμε τη στιγμή ολοκληρωτικά με κάθε μας αίσθηση.
Εκείνοι που θα μετρήσουμε την ουσία του άλλου με βάση τα βιώματά του και όχι με βάση την τσέπη του.
Θα τον ερωτευτούμε και δεν θα τον απορρίψουμε αν τύχει να είναι «καμμένο χαρτί», όχι γιατί μας τραβάει το δράμα, αλλά γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά πως το δράμα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής, και όπως και να το κάνουμε, δεν ήρθε σε όλους μας η ζωή στρωμένη με ροδοπέταλα.
Είμαστε εκείνοι που γουστάρουμε να βαδίζουμε με τον άνθρωπό μας ξυπόλητοι σε κακοτράχαλα μονοπάτια αρκεί να
γλύφουμε ο ένας τις πληγές του άλλου σαν τα σκυλιά, παρά να βολευτούμε σε παπούτσια των χιλίων ευρώ και να περπατάμε «παράλληλα» κορδωμένοι από την αξιοπρέπεια του καθωσπρεπισμού.
Δεν με πειράζουν οι ρεαλιστές, αν αυτό που είναι ικανοποιεί τις επιθυμίες τους, απλώς εμείς οι ρομαντικοί προσδοκούμε αυτό το «κάτι» πιο βαθύ σε κάθε μας συναναστροφή.
Ο Oscar Wilde είπε πως «κυνικός είναι αυτός που ξέρει την τιμή όλων των πραγμάτων, αλλά την αξία κανενός».
Εμείς λοιπόν είμαστε αυτοί που μπορεί να μην ξέρουμε την τιμή, κι ας την πληρώνουμε εντέλει, αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά την αξία.
Πριν μας χαρακτηρίσετε λοιπόν ξανά ξενέρωτους, μίζερους και ντεμοντέ σκεφτείτε λίγο σοβαρά τι μετράει περισσότερο.
Κι αν δεν μπορείτε τώρα, θυμηθείτε μόνο αυτό ή κάποιο παρόμοιο κείμενο εκεινη την ύστατη ώρα του προσωπικού σας απολογισμού.