Υπάρχουν αυτοί οι έρωτες που έρχονται στη ζωή όλων κάποια μοναδική φορά. Είναι εκείνοι που αβίαστα θα προσπεράσουν με δικλείδα ασφάλειας τη λογική και το συμβιβασμό. Μοιάζουν μ΄ένα τραγούδι, διαφορετικό από τις συνήθεις προτιμήσεις σου. Μαγεύεσαι από τη μελωδία και τραγουδάς τους στίχους με όλη σου την ψυχή. Τους ζεις χωρίς στην ουσία να τους βλέπεις και να τους καταλαβαίνεις. Και αυτό όχι γιατί δε θέλεις να τους πιστέψεις αλλά γιατί θέλεις να βγάλεις το ένστικτό σου στην αχρηστία, ένα ένστικτο που ποτέ μέχρι τώρα δε σε ειχε προδώσει.

Είναι πολύ δύσκολο να καλύψεις τις αρνήσεις του με το μυαλό σου. Να αφήσεις στην άκρη τις στέρεες ιδέες και τις ακράδαντες πεποιθήσεις σου ότι δε θα την πατήσεις. Σε ιντριγκαρει η ιδέα να ακολουθήσεις ένα μονοπάτι που δεν είναι μια ευθεία, θέλεις να ταξιδέψεις σε λάθος δρόμους και να χαθείς. Επιζητάς να δεις πώς είναι να κάνεις λάθος μια φορά χωρίς να λογαριάζεις το όποιο τίμημα, να ρισκάρεις.

Ψάχνεις την επιβεβαίωση μέσα από τα λεγόμενα, τις πράξεις και τις σκέψεις του ανθρώπου που αγάπησες. Με τα φρένα σπασμένα τρέχεις και σηκώνεις τα χέρια ψηλά. Παραδίνεσαι να κατεβάζεις με ορμή όλα εκείνα που θα σε γεμίσουν με ουλές. Βλέπεις τις ενοχλητικές κινήσεις του, παραμένεις σιωπηλός, απόμακρος και απαθής περιμένοντας να καταλάβεις πού θα το φτάσει. Πίστευες ότι ζουσες κάτι που θα ήθελες να ήσουν και όχι κάτι που ήσουν. Δεν αποδέχτηκες ότι δεν έπρεπε να πιστέψεις τίποτα απ΄ό,τι σου προσέφερε. Ωστόσο δε λογαριάζεις τίποτα και δίνεσαι ολοκληρωτικά μέχρι εκεί που δεν ξέρεις.

Ξεπερνάς τα όριά σου, στο τέλος δεν τα αντέχεις και δεν μπορείς να τα μαζέψεις. Mένεις μονάχα μ’ ένα όνειρο. Κοιτάς που φεύγει, το κάνει με ορμή και θόρυβο, χωρίς να υπολογίσει τίποτα. Για κάποιο χρονικό διάστημα η μοναξιά θα σε συντροφεύει, δε θα έχεις τη δύναμη να το μοιραστείς με κανέναν αφού όλοι θα σου πουν  «Σου τα έλεγα εγώ, αλλά εσύ δεν άκουγες γιατί ήσουν αλλού. Τι κατάλαβες τώρα;» Δε νιώθεις την ανάγκη να απολογηθείς σε κανέναν. Αγάπησες. Αφέθηκες στο λαβύρινθο των αντιθέσεων που τόσο περίτεχνα δημιούργησες. Έχασες την αυτοσυγκέντρωση, την αυτοκυριαρχία σου μένοντας άδειος, κενός. Προτιμούσες να παραμυθιάζεις τον εαυτό σου, για ακόμη μια φορά, αρνούμενος να πιστέψεις το αυτονόητο. Ότι έχει φύγει. Είναι αλλού, μακριά από εσένα.

Το μόνο που έχει απομείνει είναι κάποιοι ήχοι στο τηλέφωνο, κάποιες φωτογραφίες και εκείνα τα λόγια γεμάτα από υποσχέσεις. Μέχρι την ώρα που θα δεις ότι δε σου άξιζε, δεν έμαθε ποτέ να δίνει και κυρίως να αγαπάει. Ένα μεγάλο εγώ που σκέπαζε τα πάντα, χωρίς να ωριμάσει, να διαμορφωθεί σ’ ένα ολοκληρωμένο μαζί. Θα γινόταν αργά ή γρήγορα, το γνώριζες από την αρχή.

Παίρνεις όλο το χρόνο που χρειάζεσαι για να θεραπευθείς συναισθηματικά και με μικρά βήματα βγαίνεις στη λεωφόρο της ανάτασης. Με χαμηλή την ταχύτητα θα γίνουν οι απαραίτητες επουλώσεις στην ψυχή, θα απαλλαγείς από το σπασμένο σου εαυτό, θα αναθεωρήσεις για όλα. Είναι προτιμότερο να αγαπήσεις και ας πονέσεις από το να μην αγαπήσεις ποτέ.

Έκλεισες τα αυτιά, τα μάτια και το έζησες, απόλαυσες την κάθε στιγμή, έδωσες τα πάντα. Από αυτή την ιστορία μόνο κερδισμένος θα πρέπει να αισθάνεσαι. Αν τελικά έχει κέρδη και ζημιές ο έρωτας τότε η συναλλαγή που έκανες μ’ αυτόν τον άνθρωπο ήταν προς συμφέρον σου. Είσαι εκείνος που παίζεις πάντα με ανοιχτά χαρτιά. Στην αγάπη, στα όνειρα, στις προσμονές, στις πίκρες. Όλα καθαρά και τίμια, κυρίως με το μέσα εαυτό σου. Την επόμενη φορά θα πάρεις ό,τι σου αξίζει βρίσκοντας αυτό που θα σε κάνει ευτυχισμένο και θα αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι του στη ζωή σου. 

Το όλα ή τίποτα που με τόσο πάθος υπερασπίζεσαι δεν είναι ένα απλό κλισέ, είναι στάση ζωής. Το γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα.

Επιμέλεια Κειμένου Δημήτρη Μπότη: Κατερίνα Κεχαγιά.

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης