Ξέρω, είναι κάπως περίεργο και σίγουρα θα παραξενευτείς. Μα είναι εκείνη η φλόγα που μέσα μου καίει τα πάντα. Πέρα από κάθε λογική κι από κάθε εξήγηση. Δεν το έκανα απλώς και μόνο για να δω πώς είσαι. Αλλά, για να σου πω ότι μου έλειψαν όλες εκείνες οι χειμωνιάτικες νύχτες που κρατούσα το σώμα σου κι ας μην το ζέσταινα όπως έπρεπε.

Να μου πεις για όλες τις φορές που έφευγα ξαφνικά, τις ώρες που θα ήθελες να με είχες δίπλα σου. Όταν έρχεσαι στο μυαλό μου, η σκέψη σου κι η φωνή σου με κάνουν να θέλω να σε βρω. Οι αϋπνίες μου φωνάζουν ότι όλα θα ήταν καλύτερα αν βρισκόσουν εδώ. Όταν χτυπάει το κουδούνι, κοιτάζω την πόρτα και θέλω να είσαι εσύ. Το άρωμά σου, να μη θέλει να ξεθωριάσει.

Οι στιγμές μου είναι ανούσιες χωρίς την παρουσία σου. Όταν είμαι απασχολημένος με άλλα πράγματα, το χαμόγελό σου στοιχειώνει την καρδιά μου. Μου λείπεις περισσότερο απ’ όσο πρέπει και μου αξίζει.

Ακόμα κι αν αποδέχτηκα πως δεν ήταν γραφτό μας να είμαστε μαζί. Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, ότι σταμάτησα να ονειρεύομαι όλα αυτά που δεν προλάβαμε να ζήσουμε. Κι είναι τόσα πολλά. Αρκούμαι να θρέφομαι με τις αντιφάσεις μου. Τις έκανα πρωταγωνίστριες σε μια κακή παράσταση. Απλά και μόνο για να τις αποφεύγω. Μάταια, όμως.

Ίσως σε μια άλλη ζωή, σ ένα παράλληλο σύμπαν, να γύριζα κάθε βράδυ σπίτι και να σε έβρισκα εκεί. Να σε έβλεπα να γκρινιάζεις για την αργοπορία μου, να μου ζητάς να κάνω μικρά κι απλά πράγματα κι εγώ να βαριέμαι, να χρειάζομαι μόνο την αγκαλιά σου να διώχνει μακριά τους φόβους μου.

Μα τώρα, έχει περάσει αρκετός καιρός χωρίς να σ’ έχω δει. Θυμάμαι την τελευταία μας φορά σ’ εκείνο το μικρό διαμέρισμα. Στο δωμάτιό μας υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι, πολλά βιβλία και κάτι παλιοί δίσκοι παρατημένοι σε μια άκρη. Τα ρούχα σου τακτοποιημένα στην ντουλάπα και τα δικά μου πεταμένα από εδώ κι από εκεί. Τις σημειώσεις σου, που τις έχω κρεμάσει σ’ έναν τοίχο για να τις διαβάζω όταν θέλω να σε νιώθω κοντά μου.

Ήταν κι η τελευταία μας φορά που σε άκουσα να μου λες τι αισθάνεσαι για μένα. Κι οι λέξεις σου με κατέστρεψαν με τον πιο γλυκό τρόπο. Ξέραμε πως δε θα υπάρξει άλλη νύχτα για μας.

Δε θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου για την ατολμία του. Οι ουλές μου πονάνε και δε χρειάζεται να τις κρύβω. Το σκοτάδι μου θέλει να παίξει ακόμα με το δικό σου. Οι υποσχέσεις που σου έδωσα ότι θα αγαπήσω όλα εκείνα που δεν είχαν αγαπηθεί ποτέ από κανέναν άλλο είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματά μου.

Το μόνο που έκανα ήταν να σε φιλήσω αντί να σου πω «Μείνε». Κι ο κόμπος στο λαιμό μου με έπνιξε. Δε θα ξαναγύριζα ποτέ πίσω.

Σε πήρα απλώς για να σε ακούσω. Αυτό ήταν και το πιο μεγάλο ψέμα μου που είπα στο παιχνίδι του έρωτά μας. Και δεν τόλμησα να πω τίποτα άλλο καθώς η φωνή σου ανατρίχιαζε το μέσα μου. Αρκέστηκα στο να χαρώ με την απάντησή σου ότι είσαι πολύ καλά και δε σε απασχολεί τίποτα άλλο. Δε με έβρισες για τις ατελείωτες ελπίδες που ακούμπησες πάνω μου. Το αίμα σου είχε παγώσει. Το διαισθάνθηκα. Ήταν η πρώτη «καληνύχτα» που μου είπες χωρίς να ακολουθήσει κι ένα «σε σκέφτομαι».

Ύστερα, έκλεισα το φως για να κοιμηθώ. Μόνο έτσι θα μπορούσα να σταματήσω τις σκέψεις μου. Να μην παραδεχτώ το «λίγο» μου. Να κάνω το μυαλό μου να μη μου υπενθυμίζει τα λάθη μου. Ό,τι δίνεις, παίρνεις. Το έμαθα καλά αυτό. Και τώρα θα πρέπει να αποδεχτώ. Αν είναι εύκολο ή δύσκολο, μόνο εγώ το γνωρίζω.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη