Τα παράπονα είναι η έκφραση δυσαρέσκειας ή ενόχλησης για οτιδήποτε δε μας αρέσει -κι υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους παραπονιόμαστε. Μερικές φορές το κάνουμε επειδή είμαστε δυσαρεστημένοι με υλικά πράγματα, όπως η τιμή και η ποιότητα ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας κι άλλες φορές αφορά στη συμπεριφορά ενός άλλου ατόμου ή μιας κατάστασης που δείχνει να βρίσκεται πέρα απ’ τον έλεγχό μας.
Με αυτό τον τρόπο πασχίζουμε να επιστήσουμε την προσοχή μας σε ένα σύνθετο πρόβλημα ή να πετύχουμε μια αλλαγή. Επομένως, τα παράπονα μπορεί να ‘χουν θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Επικοινωνούν τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις ανησυχίες μας.
Σε γενικές γραμμές, η έκφρασή τους είναι μια υγιής διαδικασία, καθώς μας επιτρέπει να απελευθερωθούμε από συναισθήματα που μας πιέζουν και να τους δώσουμε διέξοδο, για ν’ ανακουφιστούμε απ’ την απογοήτευση, τη λύπη και τον θυμό. Ωστόσο, πρέπει να ‘μαστε προσεκτικοί και να βάζουμε ένα όριο σ’ αυτά, εστιάζοντας σε εκείνα που έχουν κάτι χρήσιμο να μας δώσουν. Διαφορετικά, θα βρισκόμαστε συνεχώς σε μια αδιέξοδη κατάσταση και θ’ ασπαζόμαστε μια αρνητική στάση ζωής. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να παραπονιόμαστε με εποικοδομητικό τρόπο. Να αποφεύγουμε την γκρίνια, την ένταση, την υποκειμενική κριτική και να επικεντρωνόμαστε κάθε φορά στη συγκεκριμένη κατάσταση που μας απασχολεί και να τη διορθώνουμε.
Πότε, λοιπόν, ένα παράπονο έχει θετικό πρόσημο; Όταν μας βοηθάει -με πραγματικό κι ουσιαστικό τρόπο- ν’ αναγνωρίσουμε την αιτία που προκλήθηκε για να το αντιμετωπίσουμε. Για παράδειγμα, εάν ένας άνθρωπος που συναναστρεφόμαστε καθημερινά μαζί του (συγγενής, φίλος, συνάδελφος, συνεργάτης, ερωτικός σύντροφος) έχει πει ή έχει κάνει κάτι που μας έχει ενοχλήσει, είναι προτιμότερο να μιλήσουμε με καλή διάθεση και να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που τον οδήγησε σε αυτή τη συμπεριφορά.
Έχει επαναληφθεί στο παρελθόν; Μήπως έχουμε κι εμείς μικρό ή μεγάλο μερίδιο ευθύνης; Αυτό που έγινε θεωρούμε πως θα διαταράξει πολύ τη σχέση που έχουμε αναπτύξει; Αρκεί μια συγνώμη για να ξεχαστεί; Υπάρχει κάτι βαθύτερο που δεν έχουμε δει γύρω από το θέμα; Κι αν τελικά διαπιστώσουμε πως είναι κάτι σοβαρό, τότε πρέπει να αποφασίσουμε τα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν.
Το κυριότερο είναι να βρούμε τι ακριβώς μας έχει πειράξει βασιζόμενοι σε απτά γεγονότα κι όχι σε γενικεύσεις που μας απομακρύνουν απ’ τη λύση. Πόσες φορές έχουμε πει πως η ζωή είναι άδικη μαζί μας όσον αφορά στις σχέσεις μας; Δε θα ήταν καλύτερο, όμως, ν’ απαριθμήσουμε όλες τις περιστάσεις που νιώσαμε πως η ζωή δε μας φέρθηκε όπως θα θέλαμε; Και τι ορίζει σε μεγάλο βαθμό τη ζωή; Οι επιλογές κι οι αποφάσεις μας.
Για παράδειγμα, ύστερα από μια απογοήτευση που μας προκαλεί ένας άνθρωπος λέμε πως όλοι είναι ίδιοι. Κλεινόμαστε στον εαυτό μας και δε βλέπουμε τίποτα άλλο πέρα απ’ την πικρία μας. Δε θα ‘ταν προτιμότερο να κατηγορήσουμε μόνο εκείνους που αποδεδειγμένα μας έχουν απογοητεύσει; Οι γενικεύσεις παραπλανούν και μας απομακρύνουν απ’ τον επιθυμητό στόχο. Γι’ αυτό θα ‘ταν καλό να χρησιμοποιούμε στοιχεία και να μην μπαίνουμε στη διαδικασία να γκρινιάζουμε όταν δεν είμαστε σίγουροι για το τι παραπονιόμαστε. Δηλαδή, να υπάρχει μια ακλόνητη σταθερότητα στους ισχυρισμούς μας.
Ας καταγράφουμε, λοιπόν, τα παράπονά μας, ώστε να επανερχόμαστε σε αυτά όταν είναι απαραίτητο. Η ορθολογική καταγραφή τους έχει τη δυνατότητα να εμφανίσει μπροστά μας ρεαλιστικούς στόχους και να μας ωθήσει να εργαστούμε για να τους πραγματοποιήσουμε.
Να μάθουμε ποια παράπονα μάς ωφελούν και ποια μας βλάπτουν. Όσο ωριμάζουμε πνευματικά τόσο και πιο εύκολο θα ‘ναι ν’ αντιλαμβανόμαστε τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο και να ελέγχουμε πιο αποτελεσματικά την πρόοδο μας, έχοντας εξασκήσει την επίγνωση για το τι ακριβώς ρίχνει την ψυχολογία μας και τι βελτιώνει τη ζωή μας.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.