Είχα το τελευταίο τυπωμένο βιογραφικό στην τσάντα μου, το οποίο θα το έδινα στο τελευταίο ελληνικό μαγαζί που είχε μείνει στη σειρά ή σε κανένα άλλο, ξένο αλλά που θα άξιζε τουλάχιστον. Καθώς προχωρούσα η υπομονή μου φυσικά είχε εξαντληθεί, η κούραση είχε χτυπήσει κόκκινο κι αφού το στομαχάκι μου διαμαρτυρόταν όπως πάντα, μπήκα στο τελευταίο μαγαζί που είδα μπροστά μου, τους πέταξα το βιογραφικό μου κι έτρεξα να βρω το πρώτο φαστ φουντάδικο για να καθησυχάσω την πείνα μου.

Η πρώτη απάντηση που είχα πάρει απ’ το πρώτο ελληνικό μαγαζάκι ήταν όχι, το ίδιο κι η δεύτερη, έτσι μου είχε ανακοινωθεί και η τρίτη, το τέταρτο ελληνικό μαγαζί δεν είχε μπει καν στον κόπο να μου απαντήσει, ναι σιγά που θα ασχολούνταν με το απεγνωσμένο κορίτσι που ψάχνει για δουλειά στην ξενιτιά.

Λίγο πριν γίνουν τα νεύρα μου τσατάλια και κλείσω εισιτήριο για επιστροφή, ο καλός μου φίλος e-mail μου είχε φυλαγμένη μια μικρή έκπληξη στα εσωτερικά του. Το Σάββατο, η ώρα τάδε στο μαγαζί τάδε με μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι. Kind regards efes restaurant. Efes restaurant;

Το EFES με παράπεμπε στην Έφεσο, αρχαία Ελληνική πόλη στη Μικρά Ασία, άρα Έλληνες ιδιοκτήτες, με ελληνικό μενού κι ελληνική διάθεση. Όλα τα είχε εκτός του ελληνικού. Τώρα το όνομα προέρχεται μεν απ’ την αρχαία ελληνική πόλη, η οποία ανήκει δε στους Τούρκους απ’ τον 14ο αιώνα.

Δεν είχα υποψιαστεί κάτι μέχρι την ώρα του staff food. Όταν συγκεντρωθήκαμε όλοι και καθίσαμε μαζί για το μεγάλο break. Κύριοι όμως οι Τούρκοι! Μου παραχώρησε ένας τη θέση του και με άφησαν εμένα να βάλω πρώτη απ’ το staff food, παρόλο που γνώριζαν ότι είμαι Ελληνοκύπρια.

Όταν όμως είχα αντιληφθεί ότι η μόνη γλώσσα που ακουγόταν στο δεξί μου τύμπανο ήταν τα Τούρκικα, είχα πανικοβληθεί και φοβηθεί για να είμαι ειλικρινής. Πάγωσα για ένα λεπτό, προσπάθησα να δείξω ότι είμαι καλά, αλλά η ατυχία μου στην υποκριτική δεν περιγράφεται.

Φυσικά η πρώτη μέρα με την τελευταία μέρα που τους αποχωρίστηκα, δε συγκρίνονται. Καθώς περνούσαν οι μέρες έβλεπα τους «εχθρούς» μου όπως συνηθίζουν να χαρακτηρίζονται στη χώρα μου να βοηθούν μία δική τους αντίπαλο. Δεν είχαν βάλει στη μέση τη σαράντα ετών βεντέτα που πνίγει τους δυο λαούς, αντιθέτως παραμέλησαν κάθε προσβλητικό σχόλιο ή κι εχθρικό ακόμη με αποτέλεσμα την ειρηνική δέσμευση μεταξύ μας.

Πίναμε και δουλεύαμε ταυτόχρονα μέχρι το ξημέρωμα. Με το κλείσιμο της πόρτας του μαγαζιού, τρέχαμε να πάμε σε άλλα ξενυχτάδικα όλο το προσωπικό μαζί για να συνεχίσουμε το κέφι μας. Υπήρχε ένα ξεχωριστό δέσιμο με τα παιδιά. Φυσικά μπορεί να παίζει ρόλο το γεγονός ότι δουλεύαμε κάπου ανάμεσα στο άγνωστο για εμάς τους ίδιους κι έτσι κλείσαμε για λίγο τα βιβλία της ιστορίας.

Τα αγαπημένα μου ήταν τα βράδια όπου έφευγαν κομμάτια όλοι τους, κλείναμε το μαγαζί και βάζαμε τα δυο τελευταία ποτά, εγώ κι ο μάνατζέρ μου. Ούτε δύο ήταν ούτε τρία ποτά, μέχρι το ξημέρωμα τη βγάζαμε παρέα, ν’ ακούω τις συμβουλές του ως πιο μικρή και τη ζωή του, που την είχε αφιερώσει στην ξενιτιά.

Οι πιο ωραίες συμβουλές νομίζω δίνονται από ανθρώπους που έχουν βιώσει μοναξιά αλλά και ξενιτιά. Είναι διαφορετικός ο τρόπος τους και αυτά που θα σου πουν είναι αλλιώτικα, πιο αληθινά. Παρόλο που πέρασε ένας χρόνος, η σκέψη μου για τα παιδιά είναι καθημερινή.

 

Επιμέλεια κειμένου Χρυσώς Καλούδη: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Χρυσώ Καλούδη