Σε κάθε καλή ιστορία ο πρόλογος είναι αυτός που μας προετοιμάζει για μια συνέχεια που φαντάζει ιδανική και συχνά είναι αυτός που έρχεται πακέτο με ένα μακρύ κατάλογο μεγαλεπήβολων υποσχέσεων για στιγμές χαράς. Οι προσδοκίες επιβεβαιώνονται μέσα από κάθε μήνυμα και συνάντηση και εμείς μένουμε εκεί, να αποδεχόμαστε κάθε καινούρια πτυχή που ανακαλύπτουμε στο άτομο που έχουμε απέναντί μας, μέσα από την προσπάθεια που κάνουμε να το γνωρίσουμε ουσιαστικά. Η επιθυμία είναι να γραφτεί τελικά η ιστορία με τρόπο που θα οδηγήσει σε μια φαντασμαγορική αφήγηση, γεμάτη από αμοιβαία συναισθήματα και εξέλιξη που έρχεται μέρα με τη μέρα. Η στιγμή που αυτή η επιθυμία γεννάται, είναι και η στιγμή που άξαφνα κάνουν την εμφάνισή τους οι προσδοκίες για ένα κοινό αύριο, οι οποίες είναι ικανές να στοιχειώσουν τη σκέψη δημιουργώντας ένα -κάποιες φορές- ουτοπικό σενάριο.
Ξαφνικά ίσως πιάνεις την πένα και ξεκινάς να γράφεις στο μυαλό σου μια πραγματικότητα με τον τρόπο που εσύ θες να εξελιχθεί, με τον απέναντί σου να μην έχει καμία ιδέα για αυτές σου τις ενέργειες. Ταυτόχρονα ίσως τον πλάθεις στο κεφάλι σου όπως εσύ επιθυμείς να είναι, με σκοπό να ζήσεις μια δική σου ανάγκη ακόμη και αν αυτή είναι απλώς μια πλάνη. Είναι η στιγμή που ό,τι παίρνεις πίσω το πολλαπλασιάζεις επί εκατό και ό,τι δίνεις σε οδηγεί στο να δένεσαι χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνεις. Χαρίζεις χρόνο και ενέργεια απλόχερα -ίσως και παραπάνω από όσο ένιωθες να διαθέτεις- επειδή είσαι πεπεισμένος πως αξίζει.
Όταν όμως έρθει το κεφάλαιο της ανατροπής -το οποίο ίσως και να μην επέλεξες εσύ να γράψεις- και δεις μέσα του να περιγράφεται το πιο άξαφνο τέλος, τότε όλα παίρνουν άλλη τροπή. Ξαφνικά το σενάριο γεμίζει από τη λέξη «γιατί» η οποία νιώθεις να τυραννάει κάθε σκέψη που γεννιέται στο μυαλό σου. Ψάχνεις τρόπο να πάρεις τη γόμα και να σβήσεις τα σημεία που δε σου άρεσαν και μετά, με καθαρό μυαλό και καλά ξυσμένο μολύβι, να τα ξαναγράψεις. Να ανατρέψεις τα πάντα. Δηλώνεις πως είσαι διαθέσιμος με σκοπό να δώσεις χρόνο και χώρο για την αλλαγή της κατάστασης, να γίνει κάτι απρόσμενο που θα σε βγάλει από τον εφιάλτη.
Νιώθεις όμως σαν να τρέχεις σε ένα μαραθώνιο ο οποίος δεν τελειώνει, περνάς τη γραμμή τερματισμού και ξαναρχίζεις από το μηδέν κάθε φορά. Αυτό σου ρουφά την ενέργεια, κουράζει τόσο το σώμα σου όσο και την ψυχολογία σου. Και αυτό γιατί ουσιαστικά μένεις στο ίδιο σημείο, κολλημένος στον ίδιο άνθρωπο. Συνήθως όμως μια λέξη, ένα άτομο, μια συζήτηση σε κάνει σε δευτερόλεπτα να αντιληφθείς την πραγματική διάσταση της πραγματικότητας και καταφέρνει να σου δείξει σε μία μόλις στιγμή ότι κάτι άλλαξε.
Είναι εκείνη η στιγμή που νιώθεις για πρώτη φορά ότι κρίνεις τη θέση του απέναντι καθώς και την όποια κατάσταση με την πραγματική της διάσταση αλλά κυρίως, αξιολογείς το δήθεν ιδανικό που είχες στο μυαλό σου και το τι μπορεί αυτό να σου δώσει. Είναι εκείνη η στιγμή της ανακούφισης που παρατηρείς τις σκέψεις σου και διαπιστώνεις πως είναι ρεαλιστικές και πως σου δίνουν μηνύματα που οδηγούν σε μια συμπεριφορά που αξιολογεί κάθε της βήμα και δράση. Είναι η στιγμή που ξαφνικά όλα φαντάζουν ήρεμα και κυρίως εύκολα, γιατί τότε η πάλη λογικής και συναισθήματος παύει να ισχύει.
Εσύ μένεις να σε παρατηρείς και να εντυπωσιάζεσαι με το πώς όλα τελικά έχουν πάρει το δρόμο τους, η ένταση μέσα σου βρήκε τον τρόπο και ξεφούσκωσε, χωρίς όμως να μπορείς να πεις ότι εσύ ήσουν αυτός που το έκανε να γίνει. Σαν κάποιος άλλος να πήρε τελικά τη γόμα και να έσβησε όλα εκείνα τα κομμάτια που ήταν γεμάτα από συναίσθημα, από το σενάριό σας. Και ξαφνικά η σκέψη σου είναι πιο θετική, το ίδιο και η διάθεσή σου γιατί συνειδητοποιείς ότι ουδείς αναντικατάστατος εκτός του εαυτού σου. Αυτός είναι το άλλο σου μισό τελικά.
Έτσι ξημερώνει μια νέα μέρα, χωρίς κανένα βαρίδι στη σκέψη και στο συναίσθημά σου. Το μυαλό σου καθαρό, δε βασανίζεται πλέον από συναισθήματα που το μόνο που έκαναν τελικά είναι να σε κρατάνε πίσω κάνοντας πιο βαριά τα βήματά σου. Μια νέα μέρα λοιπόν ξημερώνει και σε βρίσκει με διάθεση ανεβασμένη σε ύψη ασυνήθιστα. Να έχεις ένα χαμόγελο ανακούφισης στο πρόσωπό σου που και σε εσένα ακόμη φαίνεται τόσο, μα τόσο, περίεργο.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη