Αφηρημένη έννοια η αγάπη, δεν μπορεί να προσδιοριστεί χωρίς την υποκειμενική προσέγγιση ή κατανόηση του νοήματος της ζωής. Τι αξίζει να προσπαθείς και τι όχι. Ποιο το νόημα της ύπαρξής μας και ποια η ουσία σε ό,τι κάνουμε. Ασχέτως όμως από τις ιδεολογικές αντιλήψεις μας, είναι κοινώς αποδεκτή η ουσία και η αποδοχή της στις ζωές μας.
Κάποιοι τη βίωσαν από την παιδική τους ηλικία, κάποιοι τη γεύτηκαν απλόχερα, άλλοι την αναζήτησαν χωρίς καμία ανταπόκριση και άλλοι, έχοντας απορρίψει τις ιδιότητές της, την απομυθοποίησαν. Κάποιοι τη δέχτηκαν με μεγάλη γενναιοδωρία, άλλοι όμως δεν κατάφεραν να πάρουν όλα όσα έχει να προσφέρει, καθώς μπόρεσαν να νιώσουν μόνο ένα μέρος της. Η αγάπη κάνει θαύματα λένε, λειτουργεί σαν το λυχνάρι με τις τρεις ευχές στη μέση της ερήμου, μόνο που στη δική μας περίπτωση προσφέρει περισσότερες. Έχει τη δυνατότητα μέσα από αληθινά συναισθήματα να σε κάνει πλούσιο και μέσα από διάφορα τεχνάσματα και τρικ να σου δώσει την αίσθηση του να αιωρείσαι. Και αυτό γιατί δε δύναται να νιώθεις ζωντανός χωρίς να βιώνεις είτε αρνητικά είτε θετικά συναισθήματα και εδώ μιλάμε για το ένα που μπορεί να ορίσει όλα τα υπόλοιπα.
Κάπως έτσι υπάρχουν κυρίως δυο κατηγορίες ατόμων. Αυτοί που προσδιορίζονται -ή αυτοπροσδιορίζονται- ως δοτικά πλάσματα και εκείνοι που προτιμούν να δέχονται τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η δοτικότητα χωρίς να δίνουν οι ίδιοι. Φυσικά υπάρχουν και πολλοί που δρουν ως πιο απαθής σε συναισθηματικές υποθέσεις, δέχονται αλλά και προσφέρουν συναισθήματα μόνο όταν το επιλέγουν, κοινώς κρατούν τη συναισθηματική τους άμυνα σε υψηλά επίπεδα. Οι περισσότεροι έχουμε βρεθεί είτε στη μία, είτε στην άλλη πλευρά, ενώ υπάρχουν στιγμές που μένουμε παγωμένοι σε καταστάσεις της τρίτης κατηγορίας, καθώς αρνούμαστε, ή απλά δε νιώθουμε έτοιμοι, να επενδύσουμε συναισθηματικά σε αυτές.
Πόσες συζητήσεις δεν έχουμε κάνει κάτι ξημερώματα με φίλους, αφού είχε αρχίσει λίγο το αλκοόλ να επιδρά και να θολώνει τη σκέψη μας, για το ποιος είναι πιο κερδισμένος; Αυτός που δίνει ή αυτός που δέχεται συναισθήματα; Και το συζητάμε ξανά και ξανά γιατί μπορεί οι περισσότεροι να έχουμε πάρει γεύση και από τις δυο πλευρές, κάθε φορά που μεταφερόμαστε στη μία όμως ξεχνάμε πώς νιώσαμε στην προηγούμενη. Έτσι είναι το παιχνίδι του «Δούναι και λαβείν». Καθιστά σχεδόν δεδομένο πως όποιος δίνει, αυτός δένεται είτε πρώτος είτε πιο πολύ. Γιατί όποιος δίνει, κατά κανόνα προσφέρει και μεγαλύτερα αποθέματα συναισθήματος από αυτά που ο παραλήπτης μπορεί να αντιληφθεί, να νιώσει, να διαχειριστεί και τελικά να αποθηκεύσει μέσα του. Έτσι μπορεί όλοι να δίνουμε, επειδή μας προκύπτει ως πηγαία ανάγκη, όμως πολλοί το κάνουμε ακόμη και ασυναίσθητα με απώτερο σκοπό να λάβουμε πίσω κομμάτι από τα «χρωστούμενα». Εκεί ίσως είναι και το πρώτο και κύριο λάθος!
«Δίνω» σημαίνει «προσφέρω». Πιάνω μια χούφτα από όσα έχω μέσα μου και τα εναποθέτω στα χέρια του άλλου. Μεταφέρω ενέργεια και συναίσθημα γνωρίζοντας πως τη στιγμή που το δίνω αλλού παύει να μου ανήκει και είναι ιδιοκτησία του ατόμου απέναντί μου. Και το κάνω γιατί το θέλω και το νιώθω, όχι γιατί ζητώ πίσω με μπακαλίστικο τρόπο όσα και ό,τι έδωσα. Όσοι είναι πολύ δοτικοί, πιθανώς να έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να πάρουν πίσω, έστω και το ελάχιστο από αυτό που είναι διατεθειμένοι να δώσουν. Είναι η ανάγκη τους να νιώσουν σημαντικοί ή περισσότερο αποδεκτοί αυτή που τους κινεί. Θεωρούν την επιστροφή στιγμών το «ευχαριστώ» που και καλά πρέπει να ειπωθεί για την ανιδιοτέλειά τους. Εκβιάζονται όμως έτσι τα «ευχαριστώ» και τα συναισθήματα; Το «δίνω για να λάβω» μεταφράζεται ως «δίνω εγωιστικά». Ισούται με το αγαπώ για να αγαπηθώ.
Πάμε να το πάρουμε λιγάκι αλλιώς. Δίνω, γιατί είναι ανάγκη μου εξίσου δυνατή με την κούπα του καφέ που μου προσφέρει ενέργεια, γιατί το απολαμβάνω και από αυτό αναζωογονούμαι. Είναι ανάγκη μου και επιλογή μου. Και αντίστοιχα, δέχομαι πίσω συναισθήματα που μου μεταφέρουν άλλοι, επειδή θέλουν να μου δώσουν και επειδή είναι επιλογή τους. Η δική τους κούπα καφέ και η δική τους αναζωογόνηση. Όχι επειδή είναι αναγκαστική απάντηση στο δικό μου ενδιαφέρον.
Πόσο μεγαλύτερες δόσεις ειλικρίνειας δε θα έκρυβαν οι πράξεις μας αν δεν προσπαθούσαμε να τις απαριθμήσουμε και να τις γράψουμε σε νοητά τεφτέρια. Αν γινόμασταν για λίγο παιδιά, όπως τότε που μοιραζόμασταν ό,τι είχαμε, επειδή έτσι λειτουργούσε ο εγκέφαλός μας. Τότε που δεν περιμέναμε πίσω κανένα αντάλλαγμα για τις αγκαλιές μας. Τότε που προσφέραμε συναίσθημα με ένα πηγαίο, αληθινό μεγάλο χαμόγελο και συνεχίζαμε χωρίς να κοιτάμε πίσω μήπως έρθει κάποια απάντηση αγάπης. Για αυτό και όταν τη βλέπαμε να έρχεται, είτε υπό τη μορφή ενός χαδιού είτε ενός παγωτού πατούσα μέσα στο κατακαλόκαιρο, την υποδεχόμασταν με τη χαρά που μας δημιουργούσε το πιο υπέροχο και ταυτόχρονα αναπάντεχο και μη δεδομένο πράγμα του κόσμου. Γιατί μας την είχαν δώσει από επιλογή και όχι γιατί την είχαμε ζητήσει.
Δώσε γιατί είναι ανάγκη σου, χωρίς να προσμένεις κάποιο αντάλλαγμα και θα εκπλαγείς από το πόσα θα λάβεις πίσω. Πιθανότατα τόσα που θα ξεπεράσουν κάθε προσδοκία σου. Η αγάπη, το συναίσθημα, το να νοιάζεσαι, δεν μπορούν να μετρηθούν, δεν ορίζονται γιατί αν προσπαθήσεις να το κάνεις αυτόματα μετουσιώνονται σε κάτι διαφορετικό. Κάτι που έχει στον ορισμό του στοιχεία ιδιοτέλειας, πράγμα τόσο μακριά από την καθαρότητα του να αγαπάς. Μην πέσεις στη λούπα να δώσεις για να πάρεις, γιατί τότε το κενό της μη λήψης όσων είχες υπολογίσει, είναι πιο απογοητευτικό από το να μη λάβεις καθόλου.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη