Με «τρώει» το χέρι μου. Ψάχνει ο εγκέφαλός μου αυτό που λείπει ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο. Το μάτι μου κολλάει στο μαύρο Marlboro αναπτήρα μου και δε φεύγει με τίποτα από εκεί.
«Πάντα ήθελα ένα Zippo αλλά τώρα πια δεν καπνίζω, οπότε δεν έχει νόημα νʾ αγοράσω», σκέφτομαι.
Μα τι σκέφτομαι ρε φίλε; Δεν πάω καλά. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Με εξουσιάζεις ακόμη. Ως πότε;
Άλλη μια κρισάρα περνάω και το ξέρω. Θα καλμάρω. Φταίει που πριν λίγο τέλειωσα το μεσημεριανό.
Γαμημένη ρουτίνα.
Φαγητό-τσιγάρο. Έξοδος-τσιγάρο. Καφές-τσιγάρο. Ποτό-τσιγάρο.
Τι είπα πριν; Πως περνάω κρίση; Ποιον κοροϊδεύω; Αφού, ακόμα, εσένα σκέφτομαι!
Δεν ξέρω τι μου λείπει πιο πολύ απʾ αυτή τη συνήθεια. Ίσως μου λείπει ο τρόπος που καίγεσαι. Αυτή η λεπτή πύρινη γραμμή που χωρίζει τη στάχτη απʾ το υπόλοιπο τσιγάρο που περιμένει να καεί.
Μου λείπει η παρέα που μου κρατάς μαζί με τον άλλο φίλο σου, το αλκοόλ. Ξέρεις, οι τρεις μας περνάμε υπέροχα. Δεν έχουμε ανάγκη κανέναν άλλον.
Συνεχίζω να κοιτάζω τα δάχτυλά μου. Δεν την παλεύω.
Να, ο αναπτήρας ξανά μπροστά μου. Τον πετάω σʾ ένα συρτάρι του γραφείου να μην τον βλέπω. Φάση είναι, θα περάσει.
Εξήντα τέσσερις μέρες πέρασαν.
Βασανιστήριο.
Αγόραζα πακέτα και τα τσαλάκωνα με μανία. Ναι, τώρα σε κατέστρεψα.
Πόσες φορές το έκανα αυτό; Πόσες φορές το έκοψα; Δε θυμάμαι. Θα πω ψέματα αν κάτσω να τις μετρήσω.
Στις εξήντα τέσσερις αυτές ημέρες, θυμάμαι ένα Σάββατο που ακόμη και τώρα το σκέφτομαι κι ανατριχιάζω.
Δεν ήμουν καλά ψυχολογικά. Είχα μαλώσει και με την άλλη, δεν άντεχα. Ασυναίσθητα έψαχνα τσιγάρο με τον αναπτήρα στο χέρι. Σε μια σχολική τσάντα που έχω, στα τζιν μου, σε φόρμες. Μέσα σε συρτάρια και ντουλάπια.
Ούτε ξέρω πόση ώρα έψαχνα.
Οι Guns n’ Roses που ακουγόταν σʾ όλο το σπίτι, δε βοηθούσαν καθόλου. Σε κάποια φάση, κουράστηκα απʾ το ψάξιμο κι έκατσα για λίγο στον καναπέ. Ουίσκι και τασάκι δίπλα-δίπλα. Ο αναπτήρας σταθερά στο χέρι μου.
«Θεέ μου, κάνω σαν πρεζάκι». Το είπα δυνατά, μπας και με ακούσω. Τελικά με πήρε ο ύπνος εκεί.
Άσχημο πράγμα ο εθισμός. Άσχημο και επίπονο. Προσπαθώ διαρκώς να οργανώσω τη σκέψη μου.
Σκέφτομαι πως πρέπει να κάνω ένα τσιγάρο. Το «τσιγάρο του εθισμού», όπως το λέω.
Ένα και τέλος. Ένα μόνο.
Ποιον δουλεύω; Ξέρω πως θα σταματήσω, όταν τελειώσει το πακέτο. Ούτε θα καταλάβω, πότε θα γίνει αυτό.
Θα νιώθω απλά σκατά. Το στομάχι μου κόμπος, η ανάσα μου χάλια, ο λαιμός μου βαρύς. Μπορεί και να θέλω να ξεράσω μετά από λίγη ώρα.
Κουράστηκα.
Κοιτάζω το ρολόι. Είναι ήδη 22:00 κι έχει νυχτώσει. Θα βγω στο μπαλκόνι να κάτσω, να δω τη θέα.
Συνεχίζω να σε ψάχνω όμως. Ακόμη κι αυτό μαζί το κάναμε. Ξέρω πως αύριο το πρωί που θα ξυπνήσω, θα κοιτάζω πάλι το χέρι μου.
Ασυναίσθητα φέρνω τα δάχτυλά μου και χαϊδεύω τα γένια γύρω απʾ το στόμα μου. Κάποιος μπορεί να πει ότι απλά τα «στρώνω». Εγώ, όμως, ξέρω.
Νομίζει, ακόμη, ο εγκέφαλος, πως στα χέρια μου υπάρχει ένα τσιγάρο που καίγεται αργά. Που θα μου προσφέρει μια τζούρα νικοτίνης, αρκετή, ώστε να σταματήσει για λίγο την καψούρα μου.
Για πολύ λίγο.
Αν κάτι δε γνωρίζω, είναι το για πόσο θα την παλεύω. Αν θέλω να σε ξανακαπνίσω; Προφανώς και θέλω. Δε γίνεται αλλιώς.
Αλλά δε γουστάρω που σε κάθε τζούρα μου παίρνεις και λίγη ζωή. Σε θυσιάζω στην πυρά για χάρη της απόλαυσής μου κι εσύ μου αφαιρείς ανάσα.
Δράση-αντίδραση, ε; Ας είναι.
Δε θα πω σʾ έκοψα. Θα είναι ψέμα. Προσπαθώ, όμως, και θα συνεχίσω να προσπαθώ.
Αν δε σε κόψω εγώ, θα με κόψεις εσύ και το ξέρουμε κι οι δύο.