Βγάλαμε τα τραπέζια στα μπαλκόνια και σουλουπώσαμε τις βεράντες μας. Θέλουμε να υποδεχτούμε με τιμές τα καλοκαιρινά βράδια που έρχονται. Αυτά τα βράδια που μυρίζουν γιασεμί, θέλουμε να τα περάσουμε σ’ αυλές – κι ας πληρώσουμε το τίμημα των κουνουπιών. Σταματήσαμε να κλεινόμαστε σε τσιπουράδικα με ζωντανή μουσική κι αναζητάμε αυτά που έχουν ανοιχτούς χώρους και κήπους.
Αφήσαμε στην άκρη τα τσίπουρα και παραγγέλνουμε μπίρες, κρασάκι και μπόλικο νερό. Ακολουθούμε την ολόσωστη παροιμία που ακούγαμε μικροί στα οικογενειακά τραπέζια: «Τους μήνες που δεν έχουν «ρ», το κρασί θέλει νερό»
Διαφορετικές παρέες που έχουν διαφορετικά θέματα συζήτησης. Θα μιλήσουν κατά κύριο λόγο για τις δουλειές τους, τα ενδιαφέροντά τους και τα γκομενικά τους. Όσο προχωράει το βράδυ κι αδειάζουν τα κανατάκια με το κρασί θ’ αντιληφθείς ότι τα διπλανά σου τραπέζια έχουν αρχίσει να μιλούν για το ίδιο θέμα που πρωταγωνιστεί και στο δικό σου τραπέζι.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του καλοκαιριού είναι ότι δεν περιορίζεσαι στην παρατήρηση των κινήσεων των διπλανών. Ακούς, θέλοντας και μη, τις συζητήσεις τους. Τις περί ανέμων κι υδάτων. Όπως υπάρχουν κλειδιά πασπαρτού έτσι υπάρχουν και θέματα που ταιριάζουν σε όλους.
Η ταραχώδης επικαιρότητα και το αλκοόλ που ρέει στο αίμα στρέφει οποιαδήποτε «ανούσια» κουβέντα με μαθηματική ακρίβεια σε μία συζήτηση με βασικό θέμα την πολιτική. Θα αρχίσει με την επικαιρότητα. Την αύξηση του Φ.Π.Α και το καινούργιο ασφαλιστικό, για να καταλήξει στην πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ. Η στάθμη των ποτηριών θα κατεβαίνει κι οι τόνοι θα ανεβαίνουν. Ο ένας θα υμνεί κι ο άλλος θα καταδικάζει το Λένιν.
Κάποιοι θα βαρεθούν και θα ανοίξουν ένα άλλο –πιο εύπεπτο– θέμα συζήτησης. Οι δύο –τόσοι θα έχουν απομείνει– συνομιλητές θα σταματήσουν τη συζήτηση μετά από ώρες γιατί κανένας δεν είναι διατεθειμένος να μετακινηθεί από τις θέσεις του. Κάποιος, μάλλον ο διπλανός του ενός, θα αναφωνήσει «κι ο Θεός, ο ίδιος να κατέβει, δε θα συμφωνήσετε ποτέ»
Μόλις ξεκίνησε η δεύτερη πράξη του έργου. «Περίμενε εσύ το Θεό και θα προκόψεις». «Ο κόσμος δημιουργήθηκε από το big bang». «Κι αυτό πώς έγινε;». Αυτές τις προτάσεις θα τις έχετε πει ή ακούσει όσοι έχετε ξεκινήσει ανάλογη συζήτηση.
Υπάρχει τελικά Θεός; Μπορεί και να υπάρχει. Αλλά πώς τον λένε; Αλλάχ, Βούδα, Δία; Την απάντηση που δεν έχει δώσει τόσα χρόνια η «νηφάλια» ανθρωπότητα (ή ο Χαρδαβέλας) προσπαθείτε να τη δώσετε εσείς, μια παρέα σουρωμένων τα ξημερώματα. Την ώρα που αναμειγνύει το κρασί με το νερό του ο υποστηρικτής του Λένιν θα πει ένα αγαπημένο κλισέ «δεν ξέρω αν υπάρχει, αλλά για τη φήμη του θα ήταν καλύτερο να μην υπήρχε»
Απάντηση δε θα βρείτε, αλλά αυτή είναι η γοητεία των φιλοσοφικών συζητήσεων. Ακούς απόψεις εντελώς διαφορετικές απ’ τη δική σου. Κάποιες σου φαίνονται λογικές, κάποιες άλλες ουτοπικές κι υπάρχουν κι εκείνες που σε κάνουν να θες να δαγκώσεις με μανία το μαχαίρι που έχει ξεμείνει στο τραπέζι. Παράλληλα όμως νιώθεις σαν ένας μικρός Σωκράτης ή Πλάτωνας – την ευθύνη φέρει το κρασί που έχεις καταναλώσει, μην παραμυθιάζεσαι.
Πιστεύεις ότι είσαι ένας μικρός φιλόσοφος και φέρνεις την κουβέντα στα μέτρα σου. Ούτως ή άλλως εκεί θα πήγαινε από μόνη της κάποια στιγμή. Δεν είναι μυστικό, όλα καταλήγουν στον έρωτα.
Από τη γενική συζήτηση περνάτε στην ειδική κι εξομολογήστε ο καθένας το δικό του προσωπικό ερωτικό δράμα. Που σημειωτέον φαντάζει πιο σοβαρό απ’ την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ. Συζητήσεις που δεν έχουν ως στόχο τη διεξαγωγή συμπεράσματος. Αμπελοφιλοσοφίες της στιγμής.
Ένα καλοκαιρινό βράδυ λοιπόν, περιλαμβάνει κρασί παρέα με το Λένιν, το Θεό, τον Πλάτωνα και τον Αριστοφάνη. Αν δεν είναι αυτή η καλύτερη παρέα για ένα μεθυσμένο βράδυ, δεν ξέρω ποια μπορεί να είναι.
Επιμέλεια Κειμένου Αγγελικής Κοτσόβολου: Πωλίνα Πανέρη