Για το μόνο πράγμα που είμαι σίγουρη στη ζωή, είναι ότι την ίδια στιγμή που θα πεις ποτέ δε θα μπορούσε να συμβεί αυτό, την ίδια ακριβώς ώρα θα συμβεί. Άλλοτε σου αφήνει ένα ωραίο χαμόγελο διότι ήταν αυτό που επιζητούσες, άλλοτε πάλι σε ρίχνει στα τάρταρα διότι ήταν αυτό που ευχόσουν να μην συμβεί ποτέ. Και κάπως έτσι θα σας πω κι εγώ την ιστορία μου, που όχι μόνο θα ευχηθείτε να σας τύχει αλλά και η warner bros θα ήθελε να την κάνει ταινία.

Warner, chill…!

Πλησίαζε 15αυγουστος και η παρέα αποφασίζει να κάνει εξόρμηση στην λεβεντογέννα Κρήτη για camping.

Εγώ εκείνη την περίοδο μιλούσα με ένα αγόρι, όμως αραιώσαμε για λίγο εκείνο το 15νθήμερο. Μου είχε αναφέρει ότι θα πάει και εκείνος διακοπές. Φτάνουμε στα Χανιά όλοι τρελαμένοι για το σαββατοκύριακο που θα ερχόταν.

Η ζέστη αβάσταχτη κι με ένα σορτσάκι, μια βαλιτσούλα μια σταλιά και τραβήξαμε τον δρόμο για το μέρος που θα κατασκηνώναμε. Μετά από κούραση και αρκετό ποδαρόδρομο απλώθηκε μπροστά μας η παραλία που από το ύψωμα βλέπαμε τις σκηνές,ς επομένως είχε κόσμο, όχι αστεία. Κατεβαίνουμε, αράζουμε, κάνουμε το σταυρό μας και ξεκινάμε να στήσουμε τις σκηνές.

Και την ώρα που βάζω τον πάσσαλο μέσα στην αμμουδιά, βλέπω μια γνώριμη φιγούρα διπλά στη σκηνή. Για λίγα δεύτερα παγώνω και συλλογίζομαι, ας είναι θεέ μου ο Ρουβάς και να μην είναι αυτό που νομίζω. Κι όχι τίποτα άλλο το κονσίλερ το άφησα στο σπίτι γιατί ήθελα να ζήσω το ινδιάννα τζόουνς πανάθεμά με! 

Σύμπαν κόψε τις πλακίτσες τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Σου λέω κόφ’το. Σταμάτα. Με ενοχλεί!

Εγώ συνέχιζα να χτυπάω τον πάσσαλο ενώ κάτω από τα γυαλιά έβλεπα και αυτόν προβληματισμένο να κοιτά προς το μέρος μου.

Η σκέψη μου συγχυσμένη όπως άλλωστε και η προσωπικότητά μου. Δε θα μιλήσεις πρώτη εννοείται Μαρικάκι, προσπαθούσα να πειστώ. Κι αν δεν είναι αυτός και είναι κάποιος σωσίας;

Έτσι λοιπόν πήρα βαθιά ανάσα. τίναξα μαλλί. παιδιά πάντα πιάνει και τάχα μου κατευθύνθηκα προς την θάλασσα να δροσιστώ. Μια κυρία! Η καρδιά μου το ξερε με την βουτιά που έριξα, κατάπια 75 λίτρα νερό και χώρισα και μια οικογένεια κουτσομούρες διότι νομίζω έφαγα τα μικρά της.

Κι αφού είχα κατεβάσει τη στάθμη της θάλασσας, πνίγηκα, σηκώθηκα πάνω και πριν προλάβω η κακομοίρα να φωνάξω την κολλητή, τον βλέπω να μπαίνει στο νερό.

Καλά η διακριτικότητα μου κερδίζει νόμπελ. Μούλιασα το θηλυκό μέχρι να μου μιλήσει. Κι εκεί που το έπαιζα γοργόνα στα αλμυρά νερά του Ελαφονησίου, ακούω ένα “Μαρία!” 

Μίλα αγόρι να αγιάσει το στόμα σου κι έχω γίνει σα σφουγγάρι Καλύμνου.

Αυτό ήταν! Η κουβέντα έφερε αγκαλιές μέσα στο νερό, τραγούδια στην άμμο, φιλιά που θύμιζαν γνώριμα χείλη που λες και φιλούσες από πάντα, βόλτες πειράγματα τραγούδια στην μια και μόνη ταβέρνα που είχε.

Έφερε όμως κυρίως ένα σαββατοκύριακο με έναν άνθρωπο που έμοιαζε λες και τον ήξερα από πάντα.

Τόσο καιρό μιλούσαμε και δε στερώνιαμε να συναντηθούμε. Έλαχε να πάμε διακοπές στο ίδιο μέρος. Έλαχε να κατέβουμε στην παραλία την ίδια ώρα. Έλαχε να είμαστε στις διπλανές ομπρέλες.

Κι όλα κύλησαν όπως έπρεπε να κυλήσουν, στην ώρα τους. Γιατί έτσι τα ‘φερε η τύχη. Αν και ώρες ώρες σκέφτομαι ότι μπορεί και να με παρακολούθησε και να ‘ταν ένα σχέδιο διαβολικό κι αδύνατο ν’ αποτύχει.

Βρε λες;

 

Συντάκτης: Μαρία Ζάχα