Αθάνατη Ελληνίδα μάνα. Αγαπημένη, γλυκιά, μα τόσο παρεμβατική που σκάει γάιδαρο.
Σε όποια ηλικία κι αν είσαι, θα σε βλέπει πάντα σαν πεντάχρονο απροστάτευτο παιδί, που ποτέ δεν θα είναι έτοιμο να επιβιώσει στη σκληρή ζωή που το έφερε. Έτσι, θεωρεί απολύτως λογικό ότι ακόμα και στα τριάντα σου πρέπει να εκφέρει άποψη επί παντός επιστητού.
Φταίμε όμως κι εμείς. Διότι στην πρώτη δυσκολία, ψωμοτύρι το έχουμε το μάνα, μανούλα, μανουλίτσα, μαμά.
Όταν είσαι στο μπάνιο και τελειώσει το κωλόχαρτο θα φωνάξεις μαμά. Είσαι δυο μέτρα μαντράχαλος κι όταν σε χωρίσει η γκόμενα, θα πας μουσάτε χιπστερά στη μάνα σου. Κι εσύ ανεξάρτητο θηλυκό θα γυρίσεις μετά το χωρισμό και θα θες να σου κάνει χάδια στην πλατούλα.
Ναι, ρε μάνα σε έχω ανάγκη, αλλά όλα με ένα μέτρο. Μπορώ να επιλέγω μόνη μου τι θα βάλω, τι θα φάω, πού θα πάω, τι ώρα θα βγω, αν θα πιω κι αν θα κλάψω για την παρουσία του κι αν θα πάρω ζακετούλα. Και όχι, με 40 βαθμούς κατακαλόκαιρο, δε θα φυσήξει βοριάς που θα με χτυπήσει στην πλάτη και θα πάθω πνευμονία που είχα πάθει στα οχτώ κι έχω ευαισθησία. Σταμάτα να γκρινιάζεις όλη την ώρα, να έχεις την καχυποψία ως μεσαίο όνομα κι όταν δε γίνεται το δικό σου να ξυπνάει μέσα σου η Βούρτση.
Αν τα καταφέρνετε καλά εσείς, τότε θ’ αλλάξω ψυχίατρο.
Tυπική μέρα με τη μάνα. Κοιμάσαι έπειτα από ξενύχτι, μιας κι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης σε απέλυσαν από το άρμεγμα αγελάδας και θεωρείς λογικό να κοιμηθείς ως τις δέκα. Έξω απ’το δωμάτιό σου ηλεκτρική σκούπα και όλη η μπάντα του δήμου κάνει πρόβες στο σαλόνι σου. Σηκώνεσαι υπό πανικό! «Τι έγινε ρε μάνα;»
«Να μην κάνω δηλαδή την δουλειά μου; Είδες τι ώρα πήγε; Τι έκανες πάλι εχθές μέχρι το ξημέρωμα;» , απαντά.
«Νωρίς γύρισα ρε μάνα. Μία ήταν, θαρρώ.»
«Πέντε είχε πάει.»
«Ρε μάνα, μην αρχίζεις τη μουρμούρα, ακόμα δεν άνοιξα μάτι.»
Και ξεκινάει το παραλήρημα. Κάνε ό,τι θες παιδί μου, εσύ θαρρείς ότι με τέτοια ζωή θα σε πάρει κανείς σοβαρά; Πότε θα σοβαρευτείς πια; (Αν είσαι άντρας, υπάρχει περίπτωση να τεθεί και η ερώτηση: Γιατί παιδί μου δεν κουρεύεις τα γένια; Σαν παπάς έχεις γίνει. Ήθελα να ‘ξερα, δε σε ζεσταίνουν;)
Κάθεσαι για μεσημεριανό.
«Φάε λίγο ψωμάκι, δε σε πιάνει έτσι το φαί, ούτε τα φίδια δεν τα τρώνε έτσι, αμάσητα. Γιατί βιάζεσαι παιδί μου και δε μασάς;»
«Μάνα, μου χεις πρήξει τα συκώτια.»
«Δεν έχεις με αυτά που πίνεις.» (Είναι κι ετοιμόλογη πανάθεμά την και μετά αναρωτιέται σε ποιόν έμοιασες κι έχεις μια γλώσσα δυο μέτρα)
Ανάβεις τσιγάρο, ο καπνός δεν έχει βγει ακόμα απ’ τα ρουθούνια κι εκείνη είναι στο μπάνιο. Σκάει μύτη μ’ εκείνο το βλέμμα του serial killer.
«Πάλι καπνίζει; Και μέσα στο σπίτι;»
«Όχι, θα πάω να κρεμαστώ από την κεραία της νόβα για να ανάψω ένα τσιγάρο.»
Οι ώρες κυλούν ομαλά όσο εσύ δε μιλάς, δεν κουνιέσαι, δεν ετοιμάζεσαι για έξοδο, ενδεχομένως δεν αναπνέεις κιόλας (διότι σε μία πιο έντονη ανάσα θα θυμηθεί τα κρεατάκια που είχες βγάλει στα 12 και θ’ αρχίσει να φωνάζει που δεν προσέχεις την υγεία σου.)
Φτάνει το βράδυ κι ενώ ετοιμάζεσαι να πας μια ταπεινή βολτούλα, το χτύπημα της παντόφλας από τον βηματισμό της σου παγώνει το αίμα. Αν είσαι θηλυκό, το eye-liner ξεγλιστρά από τα χέρια, αν είσαι αρσενικό το στόμιο του αρώματος το κρατάς από την άλλη και ψεκάζεις τον χώρο.
«Πάλι θα βγεις; Πού θα πάς; Δεν απαντάς; Εμένα θα δείτε την αξία μου όταν δύσει ο ήλιος μου.»
Την παίρνεις μια αγκαλιά, χωρίς πολλά λόγια. Κι έτσι την έβγαλες και σήμερα.
Διότι όσο και να γκρινιάζουμε, να μην ανεχόμαστε την παρεμβατική συμπεριφορά της, είναι προτιμότερη μία αέναη μουρμούρα από την μάνα, παρά μια σιωπή χωρίς αυτή. Ό,τι και να λέμε θα είναι πάντα το διάφανο χέρι με το σπαθί που θα μάχεται για μας, θα ‘ναι το χάδι και η πλάτη στα δύσκολα. Θα είναι πάντα ο άνθρωπος που δε θα αφήσει ποτέ κενή θέση, ακόμα κι αν απουσιάζει. Γι’ αυτό τις λατρεύουμε, γι’ αυτό δε ζούμε χωρίς αυτές, γι’ αυτό και στο μέλλον ευχόμαστε να δώσουμε στα παιδιά μας, έστω τα μισά απ’ όσα μας έδωσαν.